Χωρίς επαγγελματικό συμβόλαιο, από τις ακαδημίες της Παιανίας, στο «Αρτέμιο Φράνκι». Ένας δεκαεννιάχρονος από τα Τρίκαλα, μια προσωπική επιλογή του Τζιοβάνι Τραπατόνι, παίρνει ρίσκα, βιώνει τραυματισμούς στο χειρότερο δυνατό timing, αλλά μπορεί να περηφανεύεται πως η καριέρα του δεν είναι μια ανιαρή ευθεία. Μια συνέντευξη με τον Γιώργο Βακουφτσή.
«Δεν ήταν ούτε απόφαση, ούτε επιλογή. Ήταν μονόδρομος. Ήμουν στον Παναθηναϊκό, κι ενώ δεν μπορώ να πω πως δεν με ήθελαν, φαινόταν πως δεν ήταν στα άμεσα σχέδια του προπονητή να γίνω επαγγελματίας. Έτσι, σε ματς της Εθνικής Νέων στην Ιταλία, με είδαν, με ξεχώρισαν και μου έγινε αυτή η πρόταση».
Ακούγεται οξύμωρο, αλλά πριν υπογράψει επαγγελματικό συμβόλαιο, πριν ακόμη καταγράψει επίσημη συμμετοχή, τον προσεγγίζει ο Τσέζαρε Μεντόρι, μάνατζερ της Φιορεντίνα και άτομο εμπιστοσύνης του Τζιοβάνι Τραπατόνι. Επιστρέφει μαζί του στην Ελλάδα, ακολουθεί ταξίδι-αστραπή λίγο πριν τα Χριστούγεννα του 1998 στην Ιταλία, δοκιμή σε φιλικό, γκολ και ένα συμβόλαιο για τεσσεράμισι συν δύο χρόνια, «απλώνεται» στα πόδια του.
Από το «χαρτζιλίκι» των 50 χιλιάδων δραχμών, στα 450 εκατομμύρια. Ο Βακουφτσής ζητά να επιστρέψει για λίγες μέρες και να συζητήσει με κάποιους δικούς του ανθρώπους, αλλά η Φιορεντίνα δεν αφήνει περιθώρια. «Αν γυρίσεις στην Ελλάδα χωρίς να υπογράψεις, δεν θα υπογράψεις ποτέ!» ξεκαθαρίζει ο Τραπατόνι.
Πίσω στην Παιανία, προσπαθούν να καταλάβουν τι πήγε λάθος. Η εμπιστοσύνη του Ρότσα, που τον φέρνει στα 16 του χρόνια στην πρώτη ομάδα, αντικαθίσταται από την «καχυποψία» του Ζάετς και οδηγείται στην τελική ρήξη επί Βασίλη Δανιήλ.
Με τον νόμο Μποσμάν ως κρυφό όπλο, ο νεαρός φορ δεν βλέπει το μέλλον του στον Παναθηναϊκό. Δοκιμάζεται στη Λανς, αποτυγχάνει, αλλά το εξωτερικό συνεχίζει να μοιάζει η μόνη διέξοδος. Άλλωστε, υπάρχουν πολλές «σειρήνες» να τον καλούν, όπως η Γιουβέντους, η Άντερλεχτ, η Ουντινέζε.
Εν τέλει, η Φιορεντίνα πληρώνει αεροπορικά εισιτήρια, φτάνουν οι άνθρωποι του παίκτη στην Ιταλία και κάπως έτσι, η μεταγραφή ολοκληρώνεται.
«Το μέλλον θα δείξει αν είχε δίκιο ο Παναθηναϊκός, που ήθελε να με δώσει στο Ρέθυμνο ή ο Τραπατόνι, που με πήρε στη Φιορεντίνα» δηλώνει τον Δεκέμβριο του 1998.
Αν δικαιώνεται ή όχι; Σε μια καριέρα σαν καρδιογράφημα, γίνεται να δοθούν ξεκάθαρες απαντήσεις;
Φιορεντίνα: Μεγάλο «άλμα», μεγάλα «ζόρια»
Σε μια Ελλάδα που ζει για ποδοσφαιρικές υπερβολές, ο Βακουφτσής δίνει το τέλειο «πάτημα». Οι παραλληλισμοί δεν αργούν. Το μακρύ μαλλί, η κορμοστασιά, η συνύπαρξη με τον Μπατιγκόλ, δεν αφήνουν περιθώρια. Η Corriere Dello Sport του «φορτώνει» το παρατσούκλι «ο Έλληνας Μπατιστούτα» και τα ελληνικά μέσα το υιοθετούν αμέσως.
«Το απέκτησα στη Φλωρεντία, επειδή ήμουνα στην ίδια ομάδα και είχα παρόμοιο σωματότυπο με τον Γκάμπριελ. Ήταν υπερβολικά όλα αυτά. Δεν μου άρεσε και κυρίως δεν με βοήθησε. Γίνεται σε έναν -μέχρι πρότινος- ερασιτέχνη, να βάζεις δίπλα του το όνομα του καλύτερου επιθετικού στον πλανήτη;»
Δυστυχώς, επιβεβαιώνεται. Τα πράγματα στη Φιορεντίνα δεν εξελίσσονται όπως θα ήθελε. Η προσαρμογή δεν βάζει εμπόδια, αλλά οι απαιτήσεις είναι πολύ υψηλές.
«Το γκρουπ ήταν πολύ καλό. Οι μεγάλες προσωπικότητες, σε αυτό το επίπεδο, δεν ενοχλούν κανέναν. Ωστόσο, ήταν άλλες εποχές. Η Ελλάδα τότε ήταν χαμηλά σε ποδοσφαιρική εκτίμηση. Παρόλα αυτά, η προσαρμογή μου ήταν πιο καλή από ό,τι περίμενα. Τώρα που το σκέφτομαι, ήταν τρομερά δύσκολο ως εγχείρημα. Δεν είναι φυσιολογικό να ανεβαίνεις τόσα επίπεδα, αλλά όπως είπα, δεν είχα επιλογή. Πήγα στο κορυφαίο επίπεδο της εποχής, στο καλύτερο πρωτάθλημα του κόσμου. Ήμουν δίπλα σε μεγάλους παίκτες και άνηκα σε ένα μεγάλο κλαμπ. Να ανταποκριθώ, όμως, σε αυτό το επίπεδο, ήταν δύσκολο».
Οι συνθήκες δεν έχουν ωριμάσει. Η έκδοση της «μπλε κάρτας» καθυστερεί το ντεμπούτο, το οποίο έρχεται ένα χρόνο μετά, τον Ιανουάριο του 2000, σε ματς Κυπέλλου ενάντια στη Βενέτσια. Δεν είναι αυτό που ήθελαν οι άνθρωποι της Φιορεντίνα, αλλά ούτε και ο ίδιος.
«Ο Τραπατόνι επέμεινε για την αγορά μου, αλλά με τον Μαντσίνι κάνω τις πιο πολλές συμμετοχές. Είναι και είμαι άτυχος, ωστόσο, γιατί η ομάδα αντιμετωπίζει οικονομικά προβλήματα. Είχε αγοράσει πανάκριβους παίκτες, όπως ο Μιγιάτοβιτς και ο Κιέζα. Θυμάμαι άγγιξε μια απλησίαστη τιμή για να φέρει τον τελευταίο από την Πάρμα. Αν προσθέσεις σε αυτούς τον Μπάλμπο, τον Ρούι Κόστα, τον Εντμούντο, καταλαβαίνεις πως η Φιορεντίνα ζούσε πάνω από τις οικονομικές δυνάμεις της. Είναι μεγάλος, ιστορικός και συμπαθής σύλλογος, αλλά όχι στο επίπεδο της Μίλαν, της Ίντερ ή της Γιουβέντους».
Όταν τα «ηνία» της Φιορεντίνα βρίσκονται στα χέρια του Φατίχ Τερίμ -που δεν τον υπολογίζει καθόλου- έρχεται ένα ατυχές πέρασμα από τη Ραβένα αρχικά, και ένας σύντομος, αλλά εξίσου «άγονος», δανεισμός στον Ηρακλή. Καταφθάνει, άλλωστε, και ο Αντριάνο στη Φλωρεντία. Δεν χωρούν όλοι πλέον.
Στο τέλος της σεζόν, οι παραπαίοντες οικονομικά «βιόλα» υποβιβάζονται στη Serie C2 και το κεφάλαιο της Ιταλίας κλείνει. Ίσως είναι η μόνη στιγμή, κατά τη διάρκεια της συνέντευξης, που ο Γιώργος Βακουφτσής μοιάζει να μετανιώνει.
«Εκεί ίσως έκανα λάθος. Η Φιορεντίνα ήθελε να συνεχίσω μαζί της. Ήμουν ο μοναδικός που ήθελε να κρατήσει, αλλά επειδή ήμουν σε καλό επίπεδο με την Εθνική Ελπίδων, θεώρησα πως έπρεπε να παίζω στην πρώτη κατηγορία. Σε δύο χρόνια, όμως, η Φιορεντίνα ήταν και πάλι στη Serie A».
«Ήταν Σεπτέμβριος και δυσκολευόμουν να βρω ομάδα. Σχεδόν αναγκαστικά πήγα στην Κύπρο. Στόχος μου ήταν να παίξω και να φύγω για αλλού».
Ο Ευγένιος Γκέραρντ τον πείθει και έρχεται μετά «βαΐων και κλάδων» στο ΑΠΟΕΛ, αλλά στην καριέρα του Γιώργου Βακουφτσή, επιβεβαιώνεται συχνά το “κάθε αρχή και δύσκολη”. Στο ντεμπούτο του απέναντι στο Παραλίμνι, βρίσκει τέσσερις (!) φορές δίχτυα, αλλά τραυματίζεται σοβαρά. Ρήξη χιαστού. Αποτέλεσμα; Έξι μήνες εκτός.
«Ουσιαστικά για έναν χρόνο δεν έπαιξα μπάλα. Εκεί που πήγα για έναν χρόνο, για να κάνω το βήμα παραπάνω, από το ξεκίνημα πήγαν όλα λάθος. Βέβαια, εν τέλει δικαιώθηκα, αφού αυτά τα πέντε χρόνια στην Κύπρο (2002-2007) απέδωσα καλά και διακρίθηκα».
Υγιής αποδεικνύεται συνεπέστατος στο σκοράρισμα. Ανά 2.2 παιχνίδια πετυχαίνει ένα τέρμα (113 ματς/52 γκολ), κατακτά το πρωτάθλημα της σεζόν 2003-04 και το Σούπερ Καπ του 2004. Όμως, ένα χρόνο αργότερα έρχεται μια απόφαση που χωρίζει τη Λευκωσία στα δύο: ο Γιώργος Βακουφτσής μετακινείται στην Ομόνοια, μισητή αντίπαλο του ΑΠΟΕΛ και γίνεται ο πρώτος παίκτης που κάνει απευθείας το συγκεκριμένο δρομολόγιο.
«Έκανα αυτή τη μεταγραφή χωρίς να έχω πολλά περιθώρια. Με το ΑΠΟΕΛ ήταν έντονες οι σχέσεις και η λύση της συνεργασίας ήρθε ως κοινή απόφαση. Έτυχε η καλύτερη πρόταση να έρθει από την αντίπαλη ομάδα και έτσι κατέληξα στην Ομόνοια. Η αλήθεια είναι πως εκεί ευχαριστήθηκα το ποδόσφαιρο. Ένιωθα πρωταγωνιστής».
Το κεφάλαιο της Κύπρου κλείνει, μετά από πεντέμισι χρόνια καταξίωσης, συνεπούς σκοραρίσματος και απόλαυσης του ποδοσφαίρου. Ακόμα κι αν δεν στάθηκαν αρκετά για να ανοίξουν την «πόρτα» της Εθνικής, ως ένα σημείο δικαιολόγησαν τον ευρωπαϊκό «ντόρο» γύρω από το όνομα του άλλοτε νεαρού, Γιώργου Βακουφτσή.
Τον Ιανουάριο του 2008 έρχεται ο επαναπατρισμός μέσω του Εργοτέλη. Οι ενοχλήσεις στη μέση, ωστόσο, που έχουν ξεκινήσει ήδη από τα χρόνια της Κύπρου, «στρώνουν» το έδαφος για το επόμενο βήμα. Τέσσερα χρόνια μετά, με σύντομα περάσματα από Ξάνθη, Αναγέννηση Καρδίτσας, Νίκη Βόλου, μόλις στα 31 του χρόνια, ρίχνει «αυλαία» στην καριέρα του στην πολυαγαπημένη του Κύπρο, με τη φανέλα της ΠΑΕΕΚ.
Το σήμερα, το αύριο και τα «ερωτηματικά» του χθες
Το σήμερα τον βρίσκει με προπονητικές παραστάσεις από τον Α.Σ. Μετέωρα, από την Κ-19 των Τρικάλων, ενώ σύμφωνα με δημοσιεύματα, εμφανίζεται κοντά στην επιστροφή του στους πάγκους.
«Έχω όλα τα διπλώματα, εκτός από ένα. Η απόφαση να ασχοληθώ επαγγελματικά, όμως, δεν είναι εύκολη. Πρέπει να βρεις εγγυήσεις οικονομικές, οργανωτικές, αγωνιστικές, που θα σε πείσουν να αφήσεις την οικογένεια και τον τόπο σου».
Πλέον, οι επιλογές είναι στα δικά του χέρια. Όπως ανέφερε: «αν κάτι δεν μου αρέσει δεν συμμετέχω».
Όσον αφορά την καριέρα του μέσα στον αγωνιστικό χώρο; Κάποιοι θα βιαστούν να πουν πως ο Παναθηναϊκός δικαιώθηκε. Ισχύει όμως;
Στις παραστάσεις τριών ετών στο Καμπιονάτο των ‘90s δεν μπορείς να βάλεις «τιμή». Εννιά στους δέκα ποδοσφαιριστές θα ακολουθούσαν την ίδια πορεία. Ας μην γελιόμαστε. «Μετά Χριστόν» προφήτες υπάρχουν πολλοί, αλλά την ώρα των αποφάσεων πόσοι θα έφευγαν από το «Αρτέμιο Φράνκι» χωρίς να υπογράψουν;
Πόσοι θα αρνούνταν επαγγελματικό συμβόλαιο στον Τζιοβάνι Τραπατόνι για να γυρίσουν στην Ελλάδα και να πείσουν πως αξίζουν;
Η «πόρτα» που άνοιξε τα Χριστούγεννα του 1998 ο Βακουφτσής, παραμένει μετά από 23 χρόνια «ανοιχτή». Οι περισσότεροι μπορεί να στέκονται στη «γωνία», πανέτοιμοι να ασκήσουν κριτική, λέγοντας πως οι νέοι βιάζονται. Πως παίρνουν τα μυαλά τους «αέρα».
Σύμφωνοι. Υπάρχουν κι αυτές οι περιπτώσεις. Μήπως θα ήταν προτιμότερο, όμως, να αναζητήσουν την αιτία, θέτοντας απλά ερωτήματα;
Άραγε, σε δέκα -κατά μέσο όρο- ποιοτικά χρόνια καριέρας, πόσα χρόνια υπομονής χωρούν;
Υπήρχε και υπάρχει σοβαρή εναλλακτική επιλογή ή όντως βρέθηκαν στον ίδιο μονόδρομο;
Επιμέλεια: Φάνης Τσοκανάς