Ο Ντάνιελ Κόβατς του Βόλου παίζει με το «63» στην πλάτη προς τιμήν των γονιών του και αν δεν γινόταν τερματοφύλακας θα ήταν κατά πάσα πιθανότητα οδηγός φορτηγών. «Ανδρώθηκε» ποδοσφαιρικά στη Βραζιλία, όπου έκανε προπονήσεις με τους Ντέκο και Φρεντ.
Ηταν 10 του περασμένου Ιανουαρίου όταν ο Ντάνιελ Κόβατς «συστήθηκε» στο ελληνικό κοινό, λίγες ημέρες μετά την άφιξή του στη χώρα μας. Ο Ούγγρος πορτιέρε είχε τότε μόλις υπογράψει στον Βόλο όταν και ξεκίνησε βασικός σε ένα ματς κόντρα στον ΠΑΟΚ, σταδιακά καθιερώθηκε κάτω από τα γκολπόστ του και πλέον συνεχίζει για 2η σερί σεζόν ως το αδιαμφισβήτητο Νο1 της ομάδας. Στα 30 του βλέπει τον κόσμο από τα 190 εκατοστά και μπορεί το πεπρωμένο του να μην ήταν πάντα το τέρμα, χάραξε όμως και τελικά βάδισε στο δικό του αντίστοιχο «μονοπάτι». Εκ των υστέρων δε δύναται να ειπωθεί πως δικαιώθηκε αφού ξεδιπλώνει τις αρετές του, ενώ αποτελεί και την τρανή απόδειξη πως η Βραζιλία είναι σε θέση να «εξαγάγει» γκολκίπερ. Τι; Μπερδευτήκατε; Θα σας βοηθήσουμε λοιπόν να βάλετε τις σκέψεις σας σε μία τάξη.
Ο Κόβατς γεννήθηκε τον Ιανουάριο του 1994 στην πόλη Γκιούλα που βρίσκεται δίπλα στα σύνορα της πατρίδας του με τη Ρουμανία. Σαν παιδί έπαιζε μπάλα όπως οι περισσότεροι πιτσρικάδες και ευρύτερα δεν είχε «κολλήσει» με τη θέση του τερματοφύλακα, αφού στις ακαδημίες που ήταν δοκίμασε την τύχη του στην επίθεση αλλά κυρίως στην άμυνα που προς στιγμήν έδειξε να τον «κερδίζει». Ωστόσο κάποια στιγμή βρέθηκε και κάτω από τα γκολπόστ, του άρεσε παράλληλα και η ιδιοσυγκρασία του Ολιβερ Καν που εκείνα τα χρόνια μεσουρανούσε με την Μπάγερν Μονάχου και την Εθνική Γερμανίας και έτσι… δεν ήθελε πολύ. Σταδιακά ξεχώριζε στα «τσικό» του τοπικού club της γενέτειράς του και στα 17 όταν βρέθηκε στη Βάσας, καταστάλαξε επί της ουσίας μέσα του πως θα «κυνηγήσει» την τύχη του στον μαγικό κόσμο του ποδοσφαίρου.
Αυτόματα ξεδιάλυνε πως δεν θα αποτελέσει, σε επαγγελματικό επίπεδο, μέρος της… οικογενειακής παράδοσης που είναι η ενασχόληση με τα φορτηγά. Βλέπετε ο πατέρας του ήταν για χρόνια οδηγός, ο αδερφός του και η αδερφή του επίσης, εκείνος όμως επέλεξε, ελέω και του ταλέντου του, τη «στρογγυλή θεά». Εάν δεν το έπραττε πάντως και κατά πάσα πιθανότητα, θα «όργωνε» τώρα τη «Γηραιά Ηπειρο» με το δικό του «θηρίο». Η ζωή του μάλιστα διαφοροποιήθηκε άρδην το 2014, όταν μπήκε στο αεροπλάνο και πέρασε τον Ατλαντικό. Ηταν η στιγμή που καλούνταν να γίνει επαγγελματίας και ενώ όλα έδειχναν πως θα συνέχιζε σε κάποια από τις γερμανικές ομάδες από όπου υπήρχε σχετικό ενδιαφέρον, «έσκασε» η προοπτική της Φλουμινένσε.
Η Under 20 της είχε προγραμματίσει εκείνο το διάστημα να συμμετάσχει σε ένα τουρνουά στην Ολλανδία και η προετοιμασία της πραγματοποιήθηκε επί ουγγρικού εδάφους, όπου στελέχη της παρακολούθησαν ορισμένα ματς. Ο Κόβατς τους έκανε «γκελ», του πρότειναν να τους ακολουθήσει στη χώρα της σάμπα και παρότι η μητέρα του ανησυχούσε και εύλογα, εκείνος μετέβη στο Ρίο Ντε Τζανέιρο. Στο διάστημα της παρουσίας του στη «Flu» διαφοροποίησε εντελώς τον τρόπο που αντιλαμβάνονταν τον ρόλο του μέσα στο γήπεδο, ενώ δούλεψε πολύ ώστε να παίζει (και) με τα πόδια. Αλλωστε τα τελευταία χρόνια οι Βραζιλιάνοι αρχίζουν να βγάζουν και πορτιέρε πρώτης γραμμής όπως π.χ. τους Εντερσον και Αλισον, ενώ ναι μεν συμμετείχε στη λίγκα των «μικρών» ωστόσο πολλάκις έκανε προπονήσεις με τους «μεγάλους» και έτσι βελτιώθηκε αισθητά κοντραρίζοντας, έστω και σε δίτερμα, παίκτες όπως οι Φρεντ και Ντέκο. Πλέον το παιδί έγινε άνδρας και όταν επαναπατρίσθηκε για χάρη της Κεσκεμέτι ήταν πια έτοιμος να πάρει φανέλα βασικού.
Στη συνέχεια βρέθηκε, μεταξύ άλλων, στη Σοροκσάρ που λογίζεται ως η «θυγατρική» της Φερεντσβάρος, όμως δεν έμελλε ποτέ του να παίξει σε αυτή. Αντίθετα το έπραξε για μία άλλη «μεγάλη» της χώρας, τη Βίντι, όπου και πήγε το 2019 και ήταν εκεί μέχρι που ήρθε στα μέρη μας για λογαριασμό του Βόλου. Γιατί αποχώρησε ύστερα από 92 εμφανίσεις και 23 clean sheet; Μία παρεξήγηση με μερίδα των φίλων της στάθηκε αρκετή, αλλά όπως έλεγαν και οι αρχαίοι «Ουδέν κακόν αμιγές καλού». Εάν δεν συνέβαινε αυτό δεν θα έρχονταν ποτέ στην Ελλάδα και η ιστορία θα «γράφονταν» διαφορετικά.
Πηγή: gazzetta