Μπόρις Κλέιμαν: «Φυλακή, βαθιά κατάθλιψη, μ@@@ες των media, το μυαλό τρελαίνεται…»

AURA TEO
red nose1

Μία έξοδος σε νυχτερινό κέντρο της Αθήνας καταλήγει στη σύλληψη του έμπειρου τερματοφύλακα του Βόλου με την κατηγορία βιασμού 17χρονης μαθήτριας από το Βέλγιο. Λίγα 24ωρα νωρίτερα, ο Κλέιμαν έχει αποκρούσει το πέναλτι του Σπόραρ στις καθυστερήσεις του αγώνα κόντρα στον Παναθηναϊκό για την πρεμιέρα των play off, έχει βάλει φωτιά στην κορυφή και επαληθεύει την εξαιρετική σεζόν που διανύει.

Από τη μία στιγμή, στην άλλη, ο Ισραηλινός πορτιέρε βλέπει όλη την καριέρα του να γκρεμίζεται. Ακόμα και όταν αθωώθηκε, τίποτα δεν ήταν το ίδιο τόσο για το ποδοσφαιρικό του status και για τη ψυχολογία του. Ένα μικρό πέρασμα από τον ΠΑΣ Γιάννινα δίχως επιτυχία, ένα παρόμοιο από τα Χανιά με την ίδια κατάληξη και η απόφαση να κρεμάσει τα… γάντια του.

Πλέον, στα 34 του, ο Κλέιμαν κατοικεί μόνιμα στα Ιωάννινα, όπου αγωνίζεται στο τοπικό της ΕΠΣ Ηπείρου με τη φανέλα της ΑΟ Ζωοδόχου και έχει πραγματοποιήσει το… όνειρο του να αγωνίζεται ως φορ (!), αφήνοντας πίσω όσα έζησα εκείνο το βράδυ πριν από δύο χρόνια.

Ως mental coach, ο Ισραηλινός προσπαθεί να μεταμπαλαδεύσει το απόσταγμα της πείρας του στους νεότερους ποδοσφαιριστές και μιλώντας στο Gazzetta, μεταφέρει τον «Γολγοθά» που πέρασε, ανοίγει την καρδιά του για την παρουσία του στην Ελλάδα, για το συμβάν εκείνης της νύχτας και τη ζωή μετά το ποδόσφαιρο.

«Είχα όνειρο να γίνω στράικερ αλλά με κέρδισε το τέρμα»

– Αρχικά, έχω διαβάσει ότι δεν γεννήθηκες στο Ισραήλ σωστά;

20190610 234550 0000

«Γεννήθηκα στην Ουκρανία αλλά μετακόμισα στο Ισραήλ όταν ήμουν 10 μηνών περίπου, οπότε είναι σαν να γεννήθηκα εκεί».

– Πώς ήρθε το ποδόσφαιρο στη ζωή σου;

«Όταν ήμουν μικρός έκανα πολλά πράγματα να σου πω την αλήθεια. Έκανα κολύμπι, έπαιζα μπάσκετ, ζωγράφιζα αρκετά. Ο πατέρας μου ήταν αυτός που με πήγε σε μία προπόνηση ποδοσφαίρου και μάλιστα ήμουν με τελείως διαφορετικά χρώματα από αυτά της ομάδας. Ήταν η τοπική ομάδα και φορούσε πράσινα ενώ εγώ είχα μία φανέλα της Μπεϊτάρ Ιερουσαλήμ που ήταν κίτρινο και μαύρο (γέλια). Στην αρχή έπαιζα αριστερός φουλ μπακ και ένα χρόνο μετά, επειδή ήμουν ο ψηλότερος στην ομάδα, ο προπονητής με έβαλε τέρμα επειδή δεν είχαμε σε ένα ματς. Ήμουν καλός σε εκείνο το παιχνίδι και έτσι παρέμεινα εκεί».

– Σου άρεσε που έκατσες στο τέρμα;

«Μου άρεσε γιατί ήμουν καλός. Μου άρεσε που ένιωθα την ευθύνη του τερματοφύλακα, ότι ήμουν σημαντικός. Βέβαια, αν με πας πάλι σε εκείνη την εποχή, δεν ξέρω αν θα έμενα τερματοφύλακας να σου είμαι ειλικρινής. Είχα όνειρο να είμαι στράικερ κάτι που συμβαίνει τώρα σε μία ομάδα τοπικού που παίζω στα Γιάννενα. Ωστόσο μου άρεσε πολύ να είμαι τερματοφύλακας επειδή όλοι με κοιτούσαν, τους άρεσα στο τέρμα, στα 13 μου είχα μπει στην αντίστοιχη εθνική ομάδα, ήμουν ο αρχηγός και γενικά με ήθελαν αρκετές μεγάλες ομάδες από το Ισραήλ αλλά ήθελα να κάνω σιγά-σιγά τα βήματα. Η Χαποέλ Τελ Αβίβ με αγόρασε, έπαιζα δανεικός, πήρα παιχνίδια και μετά είχα 4 υπέροχα παιχνίδια με την Μπεϊτάρ Ιερουσαλήμ με την οποία έπαιξα και στην Ευρώπη. Μετά ήρθε η Κύπρος και έπειτα την περίοδο του κορονοϊού πήγα στην Ελλάδα».

– Είχες πάρει μέρος και σε ένα EURO U21 με το Ισραήλ όπου συμμετείχαν μεγάλα ταλέντα του. Ποιον θυμάσαι χαρακτηριστικά και αν η πορεία σε αυτή τη διοργάνωση, σε βοήθησε για το επόμενο βήμα στην καριέρα σου;

«Είχα δει μεγάλα ταλέντα σε εκείνο το τουρνουά, ειδικά με την Ιταλία όπου μου είχε κάνει μεγάλη εντύπωση ο Ινσίνιε. Σε εκείνη τη διοργάνωση ήταν και η Ισπανία, με την οποία δεν παίξαμε ως αντίπαλοι αλλά είχε μεγάλα ονόματα μέσα στην ομάδα. Ήταν παίκτες όπως ο Ντε Χέα, ο Κόκε… όλοι οι σημερινοί αστέρες ήταν σε εκείνο το ρόστερ. Με βοήθησε αρκετά εκείνη η διοργάνωση. Για την ακρίβεια, από τότε που ήμουν 16 ετών είχα αρχίσει να φτιάχνω το όνομα μου και με βοήθησε πολύ που είχα διαβατήριο για την Ευρώπη, γιατί ήταν πολύ δύσκολο για έναν τερματοφύλακα να παίξει στην Ευρώπη χωρίς αυτό το διαβατήριο. Όσον αφορά τη διοργάνωση, μετά από αυτό το τουρνουά ήρθε η πρόταση από την Χαποέλ Τελ Αβίβ και πήρα τη μεταγραφή αλλά γενικά ήταν τρομερό τουρνουά. Νικήσαμε και την Αγγλία τότε».

– Με την Χαποέλ Τελ Αβίβ αλλά και την Μπεϊτάρ είχες παίξει σε ευρωπαϊκές διοργανώσεις. Ποια έδρα θυμάσαι χαρακτηριστικά ή παιχνίδια;

«Δεν έπαιξα σε εκείνο το ματς αλλά είχαμε αγωνιστεί στην έδρα της Ατλέτικο Μαδρίτης. Απίστευτο γήπεδο, τεράστιο, με τρομερούς οπαδούς, υπέροχη ατμόσφαιρα. Με την Μπεϊτάρ είχαμε αγωνιστεί στα προκριματικά με τη Σαρλερουά. Ήταν 1-0 αλλά μετά είχαμε αρκετά προβλήματα στο γήπεδο μεταξύ των οπαδών με πυροτεχνήματα, καπνογόνα. Το γήπεδο είχα πάρει οριακά φωτιά (γέλια). Ήταν πραγματικά τρελό και μετά από αυτό, χάσαμε με 5-1 και μείναμε εκτός. Είχαμε παίξει και με τη Σεντ Ετιέν, η οποία έχει και εκείνη τρομερό γήπεδο και μάλιστα είχαμε έρθει και 0-0. Γενικά τα ευρωπαϊκά παιχνίδια είναι τρομερή εμπειρία. Τα γήπεδα, τα ταξίδια με την ομάδα, τα ξενοδοχεία, οι προπονήσεις, να γνωρίζεις διαφορετικούς πολιτισμούς και κουλτούρες. Όταν σταματάς το ποδόσφαιρο, αυτές τις στιγμές είναι που έχεις να θυμάσαι και να σκέφτεσαι. Αυτά μένουν».

«Έτσι έπιασα το πέναλτι του Σπόραρ στη Λεωφόρο, ονειρική η τρίτη μου σεζόν στον Βόλο»

– Με τον Βόλο πώς ήρθες σε επαφή;

«Ήμουν στον δρόμο για να πάω στα γραφεία του Παραλιμνίου για να υπογράψω την ανανέωση του συμβολαίου του και με κάλεσε ο ατζέντης μου και μου είπε να μην υπογράψω γιατί μάλλον θα έρθει πρόταση από την Ελλάδα. Μάλλον (γέλια). Και του εξήγησα ότι είμαι στον δρόμο για να υπογράψω συμβόλαιο, δεν γίνεται να περιμένω. Τελικά πήρα το ρίσκο, δεν υπέγραψα και τελικά είχαμε την πρόταση από τον Βόλο, συμφωνήσαμε και πήγα εκεί τελικά».

– Γνώριζες πράγματα για την Ελλάδα ή είχες ρωτήσει κάποιον;

«Σχεδόν τίποτα δεν γνώριζα. Απλώς όταν ήμουν στην Κύπρο, είχα ως στόχο να παίξω στην Ελλάδα. Το έχουν ως το επόμενο βήμα εκεί. Οπότε ήθελα και εγώ να το κάνω. Δεν είδα τίποτα και δεν μίλησα με κάποιον για να έρθω στη Superleague».

– Τι σου έκανε αρχικά εντύπωση;

«Κατάλαβα από την αρχή ότι είναι δύσκολο το επίπεδο. Συγκεκριμένα μου έκανε εντύπωση που στο Ισραήλ και στην Κύπρο, ο πρώτος τερματοφύλακας είναι ο βασικός και μετά οι άλλοι δύο ή θα είναι πιο νεαροί σε ηλικία ή κάποιοι σε χαμηλότερο επίπεδο. Δηλαδή δεν νιώθεις τόσο την πίεση του ανταγωνισμού. Και να μην παίξεις καλά, δεν θα αλλάξει κάτι δραματικά. Στην Ελλάδα, αντιθέτως, υπάρχουν δύο πορτιέρε που είναι στο ίδιο επίπεδο. Όταν εγώ υπέγραψα στον Βόλο, μου έλεγαν ότι θα είμαι ο βασικός τερματοφύλακας. Όμως, όταν έπιασα δουλειά, υπήρχε ένας Έλληνας προπονητής που δεν ήξερε καν το όνομα μου (γέλια). Νόμιζε ότι ήμουν ο φορ (γέλια). Στα πρώτα παιχνίδια δεν έπαιξα καθόλου, ο Γκαραβέλης ήταν βασικός. Ήταν εντυπωσιακός και τα έκανε όλα σωστά. Τελικά πήρα την ευκαιρία μου σε ένα εκτός έδρας παιχνίδι με τον Αστέρα Τρίπολης όπου έπιασα πέναλτι, πήραμε τον βαθμό της ισοπαλίας και έτσι έπαιξα σε όλη τη σεζόν».

– Τι το ξεχωριστό είχε το κλίμα στην ομάδα;

«Πάντα είχαμε καλά παιδιά στο ρόστερ μας. Είχαμε Αργεντινούς, Ισπανούς… υπήρχε εξαιρετική συνεργασία μεταξύ μας αλλά και με το τεχνικό επιτελείο. Ειδικά στην τρίτη σεζόν ήμασταν πολύ δεμένοι και με τους προπονητές. Κάτι που φαινόταν στα αποτελέσματα. Νιώθαμε ανίκητοι μέσα μας. Ότι κανείς δεν μπορούσε να μας νικήσει. Ευχαριστιόμασταν τις προπονήσεις, να είμαστε όλοι μαζί. Είναι κάτι που λέω και τώρα ως mental coach. Αν δεν είσαι χαρούμενος, δεν γίνεται να δώσεις το 100%. Δεν παίζουμε τένις που είσαι μόνος. Είναι 11 στο γήπεδο και άλλοι 9 έξω. Πρέπει να δουλέψουν όλοι μαζί. Για να πετύχεις, πρέπει να πετύχει όλη η ομάδα».

– Υπάρχει κάποιο παιχνίδι που ξεχωρίζεις με τον Βόλο;

«Στην τρίτη μου σεζόν στον Βόλο νομίζω πως είχα πολλά καλά παιχνίδια. Σχεδόν σε κάθε παιχνίδι είχα πολλές αποκρούσεις και όταν γυρνούσα σπίτι, με καλούσαν στο τηλέφωνο και με ρωτούσαν το κλασικό: “πώς το έπιασες αυτό;” (γέλια). Θυμάμαι τα παιχνίδια κόντρα στην ΑΕΚ, στον Ιωνικό, στον Παναθηναϊκό που έπιασα και το πέναλτι στα play offs. Θα σου πω μία στιγμή. Αυτή με το πέναλτι στην έδρα του Παναθηναϊκού».

– Γιατί ξεχωρίζεις τη συγκεκριμένη στιγμή;

«Ήταν πρεμιέρα στα play offs, εκτός έδρας, μέσα στο… σπίτι μία εκ των ομάδων που διεκδικούσαν τον τίτλο και την ίδια περίοδο είχα αρνηθεί να ανανεώσω το συμβόλαιο μου με τον Βόλο γιατί ήθελα να κάνω το βήμα παραπάνω. Είχα αρκετή πίεση για να δείξω τι αξίζω και αποκρούοντας αυτό το πέναλτι και παίρνοντας το βαθμό, ήταν κάτι πάρα πολύ ξεχωριστό για εμένα. Μετά πήγε η ΑΕΚ στην πρώτη θέση και όλοι γνωρίζουμε τι έγινε. Τρελή στιγμή».

– Πες μου λίγο τι σκεφτόμουν σε αυτή την εκτέλεση; Πώς τον… ψάρεψες;

«Ο τερματοφύλακας δεν έχει πίεση τη στιγμή του πέναλτι. Δεν έχει κάτι να χάσει. Αν δεχθεί γκολ, δεν θα του πουν κάτι ενώ ο επιθετικός αν το χάσει, τότε θα πέσουν όλοι πάνω του να τον “κράξουν”. Ο τερματοφύλακας έχει μόνο να κερδίσει πράγματα από ένα πέναλτι, οπότε ο επιθετικός έχει την πίεση και το άγχος. Θα σου πω για το συγκεκριμένο πέναλτι τι σκέφτηκα. Είχαμε παίξει κόντρα στον Παναθηναϊκό περίπου έναν μήνα πριν και τότε ο Σπόραρ είχε εκτελέσει ξανά πέναλτι απέναντι μου και εγώ έμεινα στο κέντρο και εκείνος σούταρε στα αριστερά. Έπεσα αλλά ήταν αργά για να το πιάσω. Μετά το παιχνίδι, που μίλησα μαζί του, του είπα ότι ήμουν σίγουρος ότι θα εκτελούσε στο κέντρο και εκείνος μου είπε ότι ποτέ δεν σουτάρει στο κέντρο γιατί είναι μεγαλύτερο το ρίσκο για να το χάσει. Εγώ το θυμόμουν και τη στιγμή εκείνη στη Λεωφόρο, απέκλεισα το ενδεχόμενο να ρίξει στο κέντρο και την προηγούμενη φορά εκτέλεσε στα αριστερά, οπότε 100% θα σουτάρει με δύναμη στα δεξιά μου. Είχα απόλυτη σιγουριά σε αυτό το σενάριο και αυτό συνέβη στο τέλος. Είναι τελείως ένα μεγάλο mind game εκείνη τη στιγμή, είναι το ένστικτο και χρειάζεται και λίγη τύχη φυσικά».

«Όταν είπα στον κ. Μπέο ότι δεν θα ανανεώσω έγινε πιο… ψυχρός, με είχαν προσεγγίσει ΠΑΟΚ και ΑΕΚ»

– Ποιος ήταν ο δυσκολότερος στράικερ που αντιμετώπισες;

«Θα πω τον Ελ Αραμπί. Δεν ξέρω πώς αλλά αυτός ο άνθρωπος ήξερε πάντα που να βρίσκεται να σκοράρει (γέλια). Είχε πάντα την τέλεια θέση για να βρει το γκολ, για να εκτελέσει. Πανέξυπνος ποδοσφαιριστής. Δεν έτρεχε πάρα πολύ αλλά γνώριζε ακριβώς ποιες κινήσεις πρέπει να κάνει στον αγωνιστικό χώρο, πώς να δημιουργήσει χώρο για να εκτελέσει. Είχα δύσκολα παιχνίδια κόντρα σε εκείνον όπως και τα ματς κόντρα στην ΑΕΚ ήταν δύσκολα. Ίσως πω και τον Παλάσιος γιατί δεν ήξερες πότε θα σουτάρει και πώς. Ήταν απρόβλεπτος».

– Πώς ήταν οι σχέσεις σου με τον Αχιλλέα Μπέο;

«Ήταν σαν… τρενάκι στο λούνα παρκ (γέλια). Πάνω-κάτω. Όταν όλα είναι καλά, είναι τρομερός απέναντι σου αλλά όταν δεν είσαι καλός τότε αρχίζουν οι φωνές. Αλλά… Ο.Κ. Ποτέ δεν έπαιξε ρόλο στην ψυχολογία μου ο τρόπος που θα μου μιλήσει. Για παράδειγμα, όταν ήρθαμε 3-3 με τον Αστέρα, ήταν από δικό μου λάθος το ένα γκολ. Μετά παίζαμε κόντρα στην ΑΕΚ και το πρωί της μέρας του αγώνα, άρχισε να μου φωνάζει μπροστά σε όλους για το λάθος. Μου είπε όλα τα “καλά” πράγματα στα ελληνικά (γέλια). Και σκέψου εμένα να πρέπει να αντιμετωπίσω την ΑΕΚ εκτός έδρας μετά από αυτό. Αλλά ήμουν ο MVP και νικήσαμε 1-0. Μετά από αυτό, ήρθε και μου είπε “Μπράβο Κλέιμαν” (γέλια). Ήταν καλός απέναντι μου, μου χαμογελούσε πάντα.

Στην αρχή της σεζόν ήθελα να ανανεώσω το συμβόλαιο μου με τον Βόλο επειδή μας άρεσε η πόλη και η ομάδα και δεν πίστευα ότι θα πήγαινα σε μεγαλύτερη ομάδα στο τέλος εκείνης της σεζόν. Εκείνος μου είπε να μην το κάνουμε ακόμα και να περιμένουμε τον Μάρτιο για να ανανεώσουμε τη συνεργασία μας. Όταν ήρθε ο Μάρτιος, είχα κάνει τόσο καλή σεζόν που ήθελα να διεκδικήσω το επόμενο βήμα μου, οπότε του ζήτησα να περιμένει για να κοιτάξω τις επιλογές μου και μετά να συζητήσουμε την ανανέωση. Τότε άλλαξε λίγο η στάση του απέναντι μου αλλά όχι σε μεγάλο βαθμό. Απλώς ήταν πιο ψυχρός».

– Είχες ποτέ πρόταση από άλλη ελληνική ομάδα;

«Στη δεύτερη σεζόν μου είχα επαφές με τον ΟΦΗ, τον Ατρόμητο και στην τρίτη σεζόν με είχαν προσεγγίσει ο ΠΑΟΚ και η ΑΕΚ. Είχαν επαφές με τον ατζέντη μου όπως και ομάδες από τη Γερμανία και την Αμερική».

– Είχες ακούσει θετικά σχόλια από τους αντιπάλους;

«Είχα πολύ καλά στατιστικά. Εξωφρενικά. Σκέψου ότι ήμουν ο τερματοφύλακας που είχε δεχθεί τα περισσότερα σουτ μέσα στο “κουτί” και το ποσοστό αποκρούσεων ήταν αρκετά υψηλό. Και οι αντίπαλοι πάντα μου έλεγαν διαφορά θετικά σχόλια. Ένιωθα ότι οι αντίπαλοι επιθετικοί με φοβόντουσαν γιατί είχα μεγάλη αυτοπεποίθηση και ήμουν δύσκολος αντίπαλος. Θυμάμαι χαρακτηριστικά να έρχονται παίκτες μετά από 2-3 αποκρούσεις σε ένα ματς και να μου λένε “τι έχεις κάνει; Έλα τώρα, άσε με να σκοράρω!” (γέλια). Πριν από τα παιχνίδια, οι αντίπαλοι προπονητές ρωτούσαν τους δικούς μας αν είμαι καλά και αν θα παίξω».

– Θεωρείς πως η τρίτη σεζόν στον Βόλο ήταν η καλύτερη της καριέρας σου;

«Ήταν η καλύτερη σεζόν της καριέρας μου θεωρώ».

– Θα σε ρωτάω ονόματα και θα μου λες τη γνώμη σου. Τάσος Δουβίκας.

«Ο πιο επαγγελματίας ποδοσφαιριστής που έχω δει στη ζωή μου. Ο πιο σοβαρός αλλά και γεμάτος χιούμορ άνθρωπος (γέλια). Αλλά είναι υπόδειγμα επαγγελματία. Ερχόταν νωρίτερα από όλους, έφευγε μετά από όλους στις προπονήσεις, έκανε έξτρα πρόγραμμα, δούλευε συνεχώς. Πίστευα ότι θα κάνει μεγάλη καριέρα γιατί δούλευε πολύ. Δεν είναι ο πιο γρήγορος επιθετικός, ούτε ο πιο τεχνίτης, αλλά δουλεύει πολύ. Έχει τα πάντα για εμένα επειδή είναι επαγγελματίας. Δεν σταματά να εξελίσσεται, μαθαίνει από τα λάθη του, είναι δυνατό παιδί».

– Γιώργος Κούτσιας.

«Πάντα έφτιαχνε το μαλλί του (γέλια). Ήθελε να δείχνει ωραίος, έβλεπε τον εαυτό του στον καθρέφτη για να φτιάξει το μαλλί του και πάντα όταν το έκανε, πήγαινα από πίσω και του το χάλαγα. Πάντα. Αλλά επίσης πολύ επαγγελματίας ποδοσφαιριστής. Τσέκαρε κάθε λεπτομέρεια. Τι θα φάει, τι θα πιεί, τι ποσότητες, μετά ή πριν την προπόνηση. Εγώ δεν ήμουν ποτέ έτσι και είναι λάθος αλλά εκείνος ήταν πειθαρχημένος και επαγγελματίας. Συγκεντρωμένος στον στόχο του».

βόλος

– Αμρ Ουάρντα.

«Loco (γέλια). Τρελός αλλά με την καλή έννοια. Απίστευτος ποδοσφαιριστής. Όποτε έπαιρνε την μπάλα, δεν την έχανε. Με κανέναν τρόπο. Όταν του έδινες την μπάλα, ήξερες ότι θα την κρατήσει με κάποιον τρόπο. Με τα πόδια, με το στήθος, με τα μαλλιά (γέλια). Αλλά ήταν τρελός».

– Κώστας Μπράτσος.

«Τα κάνει όλα με ακρίβεια. Ξέρει αγγλικά, ισπανικά… όλες τις γλώσσες που χρειάζεται να ξέρει ένας Έλληνας προπονητής. Σε κάθε προπόνηση έκανε κάτι διαφορετικό, είχε διαφορετικές τακτικές, σκεφτόταν νέα πράγματα, μελετούσε πολύ. Διαφορετικούς τρόπους για build up, για κόρνερ, για φάουλ. Αγαπάει τόσο πολύ το ποδόσφαιρο και θέλει να μαθαίνει όλο και περισσότερα πράγματα. Μιλούσαμε συνεχώς και ήξερε πώς να με χειριστεί. Ήξερε πότε ήμουν νευριασμένος και δεν μου μιλούσε. Το έκανε όταν ηρεμούσα. Αυτό είναι πολύ σημαντικό όταν το καταλαβαίνει ένας προπονητής γιατί μπορεί να μεταφέρει καλύτερα τις διορθώσεις και τις ιδέες στον ποδοσφαιριστή. Ο Μπράτσος είναι ένας άνθρωπος που ξέρει πότε πρέπει να φωνάξει, πότε να σε βάλει στη θέση σου. Είναι τρομερός προπονητής και πιστεύω ότι άξιζε περισσότερα πράγματα στον Βόλο».

«Είχα κατάθλιψη για μεγάλο διάστημα, τώρα γελάω αλλά τότε έκλαιγα σαν… μωρό με όσα γινόντουσαν»

– Πάμε στο συμβάν που έγινε σε μπαρ στο κέντρο της Αθήνας και άλλαξε όλη τη ζωή σου. Θα ήθελα αρχικά να μου πεις πώς βίωσες όλο εκείνο το διάστημα;

«Δεν ήμουν ο εαυτός μου. Είχα κατάθλιψη για μεγάλο διάστημα αλλά βαθιά κατάθλιψη. Ρωτάς τον εαυτό σου συνεχώς “γιατί σε εμένα;”, “γιατί τώρα;”, “γιατί σε αυτή τη σεζόν;”. Όλο γιατί και γιατί. Ήμουν σε αναμονή για τα αποτελέσματα από πολλά τεστ και αποδεικτικά στοιχεία τα οποία εγώ ζήτησα. Εγώ ήθελα το DNA, εγώ ήθελα να βγουν οι εξετάσεις, να εμφανιστούν τα βίντεο από το σημείο. Γιατί πολύ απλά δεν είχα κάνει απολύτως τίποτα. Δεν ήξερα γιατί βρίσκομαι εκεί. Σκέψου ότι με πήγαν στο τμήμα και για 6-7 ώρες δεν γνώριζα γιατί ήμουν εκεί. Κανείς δεν μου έλεγε τίποτα. Οπότε σκέψου ότι ήμουν χωρίς ομάδα, χωρίς μισθό, χωρίς τίποτα και στο Βόλο αρχικά κάποιοι με κοιτούσαν περίεργα. Ήταν μ@@@@ και αποδείχθηκε κιόλας αλλά νιώθεις πεσμένος, νιώθεις χαμένος. Πέρασαν δύο μήνες για να εμφανιστούν οι εξετάσεις, μετά περιμένεις άλλο τόσο για τη δίκη, μετά άλλο τόσο για κάτι άλλο… Δεν είναι εύκολο, ούτε για εμένα, ούτε για τη γυναίκα μου, ούτε για την οικογένεια μου».

– Ποιοι ήταν δίπλα σου σε όλο αυτό;

«Μόνο η οικογένεια μου και οι φίλοι μου. Όπως ξέρεις, ο Βόλος, πριν καν βγει η απόφαση του δικαστηρίου, με αποδέσμευσε. Δεν μου έστειλαν ούτε δικηγόρο ούτε τίποτα. Άκουσαν μόνο τι μ@@@@@ έλεγαν τα media. Ευτυχώς είχαμε κάποιους φίλους στην Αθήνα και η γυναίκα μου, μού έφερε δικηγόρο. Σκέψου ότι όταν μου τον έφερε, δεν ήξερα γιατί χρειάζομαι και αν χρειάζομαι δικηγόρο. Δεν ήξερα (γέλια). Ρωτούσα συνεχώς γιατί να χρειαστώ δικηγόρο; (γέλια). Τώρα γελάω αλλά εκείνη τη στιγμή έκλαιγα σαν μωρό. Ρωτούσα συνεχώς τι έγινε και γιατί συμβαίνει όλο αυτό».

– Ποια ήταν η πιο δύσκολη στιγμή για εσένα;

«Οι τρεις μέρες στη φυλακή. Είσαι χωρίς τηλέφωνο, χωρίς επαφή με τον έξω κόσμο, δεν ξέρεις τι συμβαίνει, τι γράφουν, τι λένε για σένα, τι πιστεύουν για σένα στην Ελλάδα, στο Ισραήλ, στην Κύπρο. Αυτό ήταν το πιο δύσκολο κομμάτι όλου αυτού. Δεν έβλεπα τη γυναίκα μου. Σκεφτόμουν τι έπρεπε να κάνω για να διορθώσω τα πράγματα αλλά μετά καταλάβαινα ότι δεν μπορώ να κάνω τίποτα. Έλεγα ότι είναι απλό, απλά θα πάρω τις κάμερες από το σημείο και θα τις δείξω αλλά για να βγει το υλικό χρειάστηκε 2,5 μήνες. Είναι τραγικό».

– Πάνω που είχες πάρει τα πάνω σου…

«Είναι ακριβώς αυτό. Είσαι προς τα πάνω και ξαφνικά, μπουμ… πας προς τα κάτω. Δεν ήξερα γιατί ήμουν εκεί. Η αστυνομία δεν μου είχε εξηγήσει τι συμβαίνει. Δεν μιλούσαν αγγλικά κάποιοι. Τίποτα».

– Πόσο δύσκολο ήταν, όταν αθωώθηκες, να επανέλθεις ψυχολογικά;

«Μου πήρε αρκετό χρόνο να γίνω ξανά ο εαυτός μου. Δεν ένιωθα το ίδιο πλέον. Έχασα την αυτοπεποίθηση μου τελείως. Φοβάμαι πλέον. Φοβάμαι ότι όταν συμβαίνει κάτι καλό, μπορεί από το πουθενά να γίνει κάτι κακό. Φοβάσαι τα πάντα όταν συμβαίνει κάτι τέτοιο. Με τον ΠΑΣ Γιάννινα έγινα ακόμα χειρότερα. Στην αρχή ξεκίνησα καλά αλλά όταν όλα πήγαιναν καλά, φοβόμουν ότι πάλι κάτι θα συμβεί. Και όταν φοβάσαι κάτι, τότε γίνεται. Όταν φοβάσαι ότι θα κάνεις λάθος, τότε θα κάνεις λάθος. Και όταν κάνεις το λάθος, θα νιώσεις μεγαλύτερη πίεση. Όλα αυτά τα είχα στο μυαλό μου και με έκαναν χάλια».

– Πώς το αντιμετώπισες;

«Στην αρχή άρχισα να μιλάω με κάποιους ψυχολόγους, μετά με κάποιους mental coaches αλλά αυτό που με βοήθησε πραγματικά είναι ότι άρχισα να μιλάω με τον εαυτό μου. Άρχισα να ακούω πολλά podcast, να διαβάζω βιβλία ώστε να ρωτάω τον εαυτό μου πολλές ερωτήσεις. Έτσι άρχισα να νιώθω καλύτερα. Κατάλαβα τι πρέπει να δουλέψω. Το μυαλό μου έπαιζε περίεργα παιχνίδια. Σκέψου ήμουν σε ένα εστιατόριο, ακουμπούσα κάποιον και φοβόμουν μην με κατηγορήσουν για κάτι. Στον δρόμο δεν κοιτούσα τους άλλους ανθρώπους για να μην νομίζουν ότι τους κοιτάω περίεργα. Το μυαλό τρελαίνεται, σκέφτεται πράγματα που δεν υπάρχουν στην πραγματικότητα».

– Η ιστορία σου, είναι το… εργαλείο σου ως mental coach;

«Ξεκίνησα να ανεβάζω stories στα social media με την προσωπική μου ιστορία και κατάλαβα ότι βοηθούσα τους ανθρώπους. Μου άρεσε αυτό και έτσι με αυτές τις ιστορίες έδινα συμβουλές σε νεαρούς αθλητές και τι να προσέχουν, πώς να διαχειρίζονται το μυαλό τους και όσα συμβαίνουν τριγύρω. Χρησιμοποίησα την ιστορία μου για να βοηθήσω άλλους ποδοσφαιριστές. Ένας mental coach δεν χρειάζεται μόνο τα βιβλία και τις γνώσεις αλλά και την προσωπική του εμπειρία και έτσι πιστεύω ότι τους βοηθάω».

– Θα άλλαζες κάτι από εκείνο το βράδυ;

«Δεν ξέρω αλήθεια (γέλια). Το έχω ρωτήσει στον εαυτό μου αυτό. Τι θα μπορούσα να αλλάξω εκείνο το βράδυ που πήγα σε εκείνο το μαγαζί. Εντάξει, δεν θα πήγαινα πουθενά προφανώς, αλλά πήγα απλά σε ένα μπαρ. Δεν ξέρω τι θα άλλαζα και αν υπάρχει κάτι που θα έπρεπε να αλλάξω. Αλήθεια δεν ξέρω τι διαφορετικό θα έκανα».

– Ήταν και η κατάσταση στο Ισραήλ παράλληλα…

«Ευτυχώς η οικογένεια μας δεν είναι κοντά στο σημείο που γίνεται ο πόλεμος. Υπήρξαν κάποια σκηνικά αλλά ευτυχώς όλοι είναι καλά. Ξέρουμε κάποιους οικογενειακούς φίλους που σκοτώθηκαν στη μάχη και πραγματικά είναι πολύ άσχημο. Εύχομαι όλο αυτό να σταματήσει σύντομα και να έχουμε ξανά ειρήνη. Επειδή μιλάμε για αυτό, θα ήθελα να πω και κάτι που βλέπω συχνά στην Ελλάδα όπως να ελευθερωθεί η Γάζα. Το μόνο που θέλω να πω είναι, το πρώτο που πρέπει να κάνουμε δεν είναι να ακούμε τα media αλλά να διαβάζουμε και να ψάχνουμε την αλήθεια. Να ξέρουμε τι πραγματικά συνέβη και όχι να μένουμε στις απόψεις. Αυτή τη στιγμή όλοι ακούν μόνο τις απόψεις χωρίς να ξέρουν τι έχει συμβεί και βγαίνουν πράγματα που δεν είναι πραγματικότητα, τα οποία πιστεύουν και αναπαράγουν».

«Το ποδόσφαιρο είναι μία… φούσκα, πρέπει οι ποδοσφαιριστές να επενδύουν και εκτός του αθλήματος»

– Από όσο ξέρω, πλέον αγωνίζεσαι στα τοπικά πρωταθλήματα…

«Τώρα βρίσκομαι σε μία ομάδα που είναι Β’ τοπικό στην Ήπειρο, τη Ζωοδόχο. Ανεβήκαμε κατηγορία τώρα».

– Πώς και άλλαξες σε φορ;

«Είχα πει στον εαυτό μου ότι θα παίξω επιθετικός αν είναι να συνεχίσω το ποδόσφαιρο».

– Νιώθεις κάπως «περίεργα» που πλέον βρίσκεις δίχτυα αντί να τα προστατεύεις;

«Είναι τελείως διαφορετικό. Όταν παίρνω την μπάλα ως τερματοφύλακας βλέπω όλο το γήπεδο αλλά ως φορ βλέπω μόνο το αντίπαλο τέρμα (γέλια). Είναι διαφορετικό, κάτι που με ιντριγκάρει. Να ντριμπλάρω, να πιέσω, να σκοράρω».

– Τα παιδιά παίζουν ποδόσφαιρο;

«Και βέβαια. Ο γιος μου παίζει αυτή τη στιγμή σε μία τοπική ομάδα, πάει κανονικά προπονήσεις… αν του αρέσει, ας ασχοληθεί. Έρχεται μαζί και θέλει να κάνει προπόνηση ως τερματοφύλακας αλλά μία είναι τέρμα μία μέσα. Τώρα είναι περισσότερο μέσα. Δεν ξέρω, θα δείξει! (γέλια)».

kleiman

– Υπάρχει κάποια συμβουλή που τους δίνεις ή τη λες και στους νεότερους ποδοσφαιριστές;

«Πάντα να πιστεύεις στον εαυτό σου, να εμπιστεύεσαι τον δρόμο που έχεις επιλέξει, να μαθαίνεις από τα λάθη σου αλλά να μην επιτρέπεις την κριτική για τα λάθη σου. Να μην σε κρίνεις κανείς. Πάντα να είσαι συγκεντρωμένος στον στόχο σου και κάτι που πρέπει να καταλάβουμε όλοι όσοι ασχολούμαστε με το ποδόσφαιρο επαγγελματικά. Να σκεφτόμαστε το τι θα κάνουμε μετά το ποδόσφαιρο. Να χτίσουμε κάτι και για μετά το ποδόσφαιρο. Εγώ μόνο από το ποδόσφαιρο είχα έσοδα και κατάλαβα ότι είναι λάθος στον κορονοϊό που δεν πληρωνόμουν. Τη μία μπορεί να έχεις συμβόλαιο, την άλλη όχι. Μία ομάδα μπορεί να πληρώσει στην ώρα της, άλλη ομάδα να πληρώσει 5 με 7 μήνες μετά. Τι θα κάνεις 7 μήνες απλήρωτος; Για αυτό πρέπει να χτίσεις κάτι διαφορετικό που θα μείνει και μετά το ποδόσφαιρο γιατί τότε η ζωή είναι πολύ διαφορετική από αυτή όταν είσαι επαγγελματίας και εν ενεργεία. Αυτό κατάλαβα και εγώ την περίοδο του κορονοϊού και για αυτό κοίταξα και άλλα πράγματα. Πλέον ασχολούμαι ως mental coach και είμαι και έχω και μία εταιρία real estate, την eclect group».

– Πόσο δύσκολο είναι να βγεις από τη ζωή ενός επαγγελματία ποδοσφαιριστή και να μπεις σε μία απλή καθημερινότητα εκτός του αθλήματος;

«Είναι δύσκολο. Πρέπει να καταλάβουμε ότι το ποδόσφαιρο είναι μία φούσκα. Κάνεις καλά λεφτά, παίρνεις μεγάλα συμβόλαια αλλά η καριέρα σου τελειώνει στα 33 με 35 σου. Την ίδια στιγμή που άλλοι μπορεί να έβγαζαν λιγότερα λεφτά αλλά από εκείνη την ηλικία να ανεβαίνουν σιγά-σιγά. Ενώ όταν τελειώνεις την καριέρα σου, τότε τέλος. Για την πλειοψηφία μιλάμε τώρα. Όταν τελειώνεις το ποδόσφαιρο, δεν έχεις ρουτίνα. Δεν έχεις να σηκωθείς το πρωί για προπόνηση, να προσέξεις τον εαυτό σου διατροφικά, να παίξεις αγώνα κάθε Σαββατοκύριακο. Μιλάμε για κάτι τελείως διαφορετικό. Λείπει αυτή η αδρεναλίνη που έχεις και ανυπομονείς για το επόμενο παιχνίδι. Ξέρω αρκετούς ποδοσφαιριστές που τελείωσαν την καριέρα τους, έβγαλαν λεφτά αλλά επειδή δεν είχαν κάτι μετά το ποδόσφαιρο, έπεσαν σε κατάθλιψη».

Πηγή: gazzetta

Μοίρασε το άρθρο
Ακολουθήστε το Regista.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.

Related Posts