Στο Πλατωνικό «Συμπόσιον» ο Αριστοφάνης διηγείται το μύθο σύμφωνα με τον οποίο η αρχική μορφή του ανθρώπου απείχε πολύ από την σημερινή του. Ήταν αρχικά ένα πλάσμα με τέσσερα χέρια, τέσσερα πόδια και δύο κεφάλια στραμμένα προς διαφορετικές κατευθύνσεις. Τα «ανδρόγυνα» αυτά δεν γνώριζαν από σαρκικό έρωτα, ήταν όμως πανίσχυρα, γι’ αυτό και ο Δίας θεωρώντας τα απειλή για την παντοδυναμία των Θεών τα διχοτόμησε, δημιουργώντας κατά τον τρόπο αυτό τη γνωστή ανθρώπινη μορφή. Όμως από το σημείο αυτό και έπειτα ο καθένας ψάχνει να βρει το άλλο του μισό, σε μια αέναη προσπάθεια να φτάσει στην ολοκλήρωση. Ίσως αυτό να είναι ο έρωτας τελικά, ένα ταξίδι με πολλούς σταθμούς αλλά με λίγους συνοδοιπόρους∙ αυτή είναι η οπτική μου σε κάθε περίπτωση. Το ερώτημα είναι αν η ουσία κρύβεται σε αυτούς τους λίγους συνοδοιπόρους ή στον έναν. Στο ένα ή στα πολλά έτερα ημίσεα. Πράγματι, ίσως να μην υπάρχει απάντηση∙ αυτή είναι και η μαγεία τέτοιων ερωτημάτων, η ποικιλία αναγνώσεών τους. Τα κριτήρια είναι υποκειμενικά, όπως ακριβώς κάθε άνθρωπος με διαφορετικό τρόπο βιώνει συναισθήματα, τα εξωτερικεύει, τα κρύβει, αναπτύσσει σχέσεις, δένεται, ανθίζει και μαραίνεται.
Τι σχέση έχουν τώρα όλα αυτά με μια κοινή ερωτική ιστορία; Μεγάλη, ακριβώς γιατί δεν είναι καθόλου «κοινή» η ιστορία της σειράς Normal People, βασισμένης στο ομώνυμο βιβλίο της Sally Rooney. Η υπόθεση έχει ως εξής: Η Marianne Sheridan (Daisy Edgar-Jones) και ο Connell Waldron (Paul Mescal) είναι συμμαθητές σε μια μικρή πόλη της Ιρλανδίας. Εξ αρχής είναι απόμακροι λόγω και της ιδιαίτερης – αντισυμβατικής προσωπικότητας της Marianne, ωστόσο η ερωτική έλξη των δύο συμμαθητών δεν αργεί να τους οδηγήσει στη σύναψη μιας κρυφής και ανομολόγητης σχέσης. Η κλειστή κοινωνία και τα πικρόχολα σχόλια συνομηλίκων «επιβάλλουν» τρόπον τινά στον Connell να κρατήσει κρυφή τη σχέση τους και τη Μarianne από την άλλη να συμφωνεί ή τουλάχιστον έτσι να δείχνει. Άλλωστε, είναι έκδηλο σε όλη τη σειρά εν γένει το χάος μεταξύ «φαίνεσθαι» και «εἶναι». Η αλλόκοτη συμπεριφορά του Connell κάθε φορά που συνυπάρχει μέσα σε κόσμο με την Marianne την πληγώνει ανεπανόρθωτα με αποτέλεσμα τον πρώτο χωρισμό του ζευγαριού. Στο πρώτο έτος του πανεπιστημίου ξαναβρίσκονται, επανέρχεται το ερωτικό και μοιραία είναι ξανά μαζί. Ποτέ όμως τίποτε δεν είναι ρόδινο, οι εντάσεις υπάρχουν, απομακρύνονται και πάλι. Ο φακός των Lenny Abrahamson & Hettie Macdonald εστιάζει ακριβώς σε αυτή την εξέλιξη των δύο χαρακτήρων, είτε είναι μαζί είτε χωριστά.
Αυτό που χαρακτηρίζει τη σειρά είναι ο ωμός ρεαλισμός στον αγώνα ψυχογράφησης των δύο ηρώων. Τίποτε δεν ωραιοποιείται, τίποτε δεν είναι ιδανικό. Είμαστε θεατές μιας πραγματικότητας και όχι μιας προσομοίωσής της. Οι ήρωες είναι βαθιά ευαίσθητοι, όσο σκληροί και αν φαίνονται στην επιφάνεια. Έχουν ελαττώματα, αλλά είναι και τρομερά ευφυείς, ίσως και με ένα ίχνος έπαρσης και συνειδητής απαξίωσης των γύρω τους. Προσωπικά, αυτή η ελιτίστικη συμπεριφορά δε με θίγει ως θεατή, ακριβώς γιατί γίνεται συνειδητά και γιατί δικαιολογείται πλήρως. Ειρωνικώ τω τρόπω, οι ανόητες δικαιολογίες που εφευρίσκουν κάθε φορά για να απομακρύνονται ο ένας από τον άλλον προδίδουν την απόλυτη παράλυση – σωματική και πνευματική – που νιώθουν ενωμένοι. Η απομάκρυνση αυτή τους οδηγεί σε επιφανειακές σχέσεις με πολλούς εραστές, χωρίς πραγματική ουσία, χωρίς συναίσθημα. Χωριστά, εξελίσσονται σε καταθλιπτικούς χαρακτήρες ψάχνοντας να δώσουν νόημα σε μια ζωή «γυρίζοντας συχνά κ’ εκθέτοντάς την στων σχέσεων και των συναναστροφών, την καθημερινήν ανοησία, ως που να γίνει σα μια ξένη φορτική», για να αξιοποιήσουμε τα λόγια του Καβάφη. Η θλίψη των δύο φαίνεται να φωλιάζει σε αγκαλιές πολλών συνοδοιπόρων στο ταξίδι του καθενός, δείχνοντας τον ευάλωτο ψυχισμό και την αθεράπευτη ανάγκη τους να νιώσουν βαθιά τον έρωτα που βρήκαν στα νεανικά τους χρόνια και που τους στιγμάτισε εσαεί.
Ως θεατές, ακόμα και όταν παρατηρούμε τους δύο ήρωες να είναι μαζί και να φαίνονται ευτυχισμένοι, πάντοτε αποκομίζουμε αυτή την αίσθηση ότι κάπως η σχέση τους θα διαρραγεί ακόμη μια φορά. Τα υπέροχα πλάνα των Ιρλανδικών τοπίων, η βροχή και όλο αυτό το ατμοσφαιρικό σκηνικό της θλίψης συνηγορούν υπέρ αυτής της αίσθησης. Οι μακρόσυρτες «βροντερές» και «εύγλωττες» παύσεις, τα διερευνητικά βλέμματα και ο ερωτισμός αποθεώνουν το συναίσθημα αλλά ταυτόχρονα καλλιεργούν την ματαιότητα. Εκεί κρύβεται και η ευφυΐα τους∙ είναι και οι δύο καταδικασμένοι να μην πετούν στα σύννεφα, να μην παραβλέπουν τα πραγματικά τους αισθήματα – έστω και αν δεν είναι τόσο ευχάριστα, να μην βαυκαλίζονται, να συνειδητοποιούν τις συναισθηματικές εκρήξεις και ταυτόχρονα τη ματαίωση των προσδοκιών τους. Υποφέρουν από τον έρωτα και στην παρουσία και στην απουσία του. Βιώνουν το πάθος στον απόλυτο βαθμό αλλά ταυτόχρονα είναι σε θέση να το προδώσουν και να εγκαταλείψουν έτσι απλά, κυνικά, ο ένας τον άλλον. Γνωρίζουν ότι βρήκαν το έτερον ήμισύ τους, αλλά γνωρίζουν ότι το φάντασμα της φθοράς θα αιωρείται συνέχεια πάνω και μέσα τους. Μια ηρωική έξοδος είναι αυτή που χρειάζεται και η Μarianne κάνει το βήμα∙ η Μarianne, αυτός ο βαθύτατα τραυματισμένος χαρακτήρας επιλέγει να αιμορραγήσει πάλι και να αφήσει τον Connell να φύγει. Τα δάκρυα είναι ταυτόχρονα δάκρυα λύπης για τον αποχωρισμό αλλά ταυτόχρονα είναι και δάκρυα απελευθέρωσης.
Και τώρα η μεγάλη παρεξήγηση περί «Πλατωνικού έρωτος». Ναι, αυτό που βιώνουν οι δύο ήρωες είναι «Πλατωνικός έρωτας», ΌΧΙ όμως με την έννοια του ανέκφραστου και ανεκπλήρωτου. Αντίθετα, βιώνουν τον έρωτα στην ύψιστη μορφή του, αυτού που μέσα από πολλές δοκιμασίες φτάνει στη θέωση∙ αυτού που καταλήγει σε ψυχική ένωση. Είναι μια πολύ αξιόλογη σειρά, εκ πρώτης όψεως ευκολοχώνευτη, στην πραγματικότητα όμως η τροφή για σκέψη που δίνει είναι άφθονη. Προσωπικά με συγκίνησε ο ωμός ρεαλισμός της και η μαγεία των αντιθέσεων. Η μελαγχολία μεταπλάθεται σε τέχνη, η δυστυχία βρίσκει περιθώριο να χαρεί, μέσα από τον πεσσιμισμό ξεπροβάλλουν αχτίδες αισιοδοξίας. Καταλήγω στο ότι ο έρωτας ή θα οδηγήσει τον άνθρωπο στην αρετή ή θα τον βάλει σε έναν φαύλο κύκλο που οδηγεί στην φθορά∙ σε κάθε περίπτωση γεύεται κάτι από παράδεισο. Και αυτό είναι λυτρωτικό.
Last but not least, μια φράση του Ίρβιν Γιάλομ, κορυφαίου ψυχοθεραπευτή και συγγραφέα, η οποία νομίζω συνοψίζει τα παραπάνω με ιδανικό τρόπο: «Με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, κάθε σχέση πρέπει να τελειώσει. Δεν υπάρχει εγγύηση διά βίου. Είναι σαν να αρνείσαι να χαρείς που βλέπεις τον ήλιο ν’ ανατέλλει, γιατί δε θέλεις να τον δεις να δύει».
Επιμέλεια: Γιάννης Σωτηρόπουλος