Το παρακάτω κείμενο αποτελεί ένα μεγάλο απόσπασμα από εργασία μου για το Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα Σπουδών στο τμήμα Δημοσιογραφίας & Μ.Μ.Ε. του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, όπου σχολιάζει την τραγωδία της Θύρας 7 στις 8/2/1981 και το πώς καλύφθηκε από τον Τύπο. Η έρευνα διεξήχθη τον Ιανουάριο του 2018 και σήμερα, μέσω του regista.gr, έχοντας περάσει 40 χρόνια από τη μέρα που “δάκρυσε και ο Θεός”, σας την παρουσιάζω, και την αφιερώνω στη μνήμη των αθώων αυτών παιδιών που έχασαν τη ζωή τους και οι οικογένειές τους αλλά και οι ψυχές τους ακόμη ψάχνουν δικαίωση.
«Ήταν ένα Κυριακάτικο μεσημέρι που όλα έδειχναν πως η μέρα αυτή θα μείνει στην ιστορία του Ολυμπιακού και στη μνήμη των φιλάθλων ως μία από τις πιο επιτυχημένες. Ο Ολυμπιακός κέρδιζε με 6-0 έναν από τους μεγάλους του αντιπάλους, την ομάδα της ΑΕΚ, το Φαληρικό γήπεδο ήταν κατάμεστο με 35.450 φιλάθλους και το κλίμα ήταν πανηγυρικό.
Η μοίρα όμως τα επεφύλασσε αλλιώς, το χαμόγελο «πάγωσε» και στα σκαλοπάτια της Θύρας 7 άφησαν την τελευταία τους πνοή 21 φίλαθλοι. Αρκετοί είχαν φύγει από το Καραϊσκάκη χωρίς να έχουν μάθει τι έχει συμβεί. Μόλις γύρισαν όμως στο σπίτι τους, τους περίμενε μία δυσάρεστη έκπληξη. Το ραδιόφωνο και η κρατική τηλεόραση άρχισαν να μεταδίδουν την είδηση ότι στο γήπεδο, αρκετοί οπαδοί έχουν ποδοπατηθεί και ανάμεσά τους υπάρχουν νεκροί. Η ΕΡΤ και η ΥΕΝΕΔ κάλυψαν πρώτες το γεγονός και προσπαθούσαν να είναι κοντά στα γεγονότα για να ενημερώσουν τον κόσμο και κυρίως τις οικογένειες των ατόμων που είχαν πάει στο γήπεδο. Πολλές πληροφορίες, βέβαια, όπως συμβαίνει και σήμερα, ήταν ανεπιβεβαίωτες και η αναστάτωση γινόταν ακόμη μεγαλύτερη κυρίως για τις οικογένειες που οι δικοί τους άνθρωποι δεν είχαν επιστρέψει από το γήπεδο. Αυτό συνέβαινε, όχι βέβαια σκοπίμως, αλλά επειδή στο βωμό της ταχύτητας και της αποκλειστικότητας της είδησης δεν προλάβαινε να διασταυρωθεί η πληροφορία πριν μεταδοθεί. Στις 17:50’ ΕΡΤ και ΥΕΝΕΔ, λοιπόν, μετέδωσαν το γεγονός και παράλληλα έκαναν έκκληση σε γιατρούς να προσέλθουν στο Τζάνειο νοσοκομείο, έτσι ώστε να ενισχύσουν τους εφημερεύοντες γιατρούς. Ζητούσαν μάλιστα από τον κόσμο να δώσει αίμα και όντως υπήρξε μεγάλη ανταπόκριση, αφού πολλοί άρχισαν να σπεύδουν στο νοσοκομείο. Στις 20:30’ έφτασε στο Τζάνειο νοσοκομείο ο Πρωθυπουργός της χώρας, Γεώργιος Ράλλης, ενώ σοβαρά τραυματίες μεταφέρθηκαν κάποιοι στο Γενικό Κρατικό Νοσοκομείο Πειραιώς και στο ΚΑΤ στην Κηφισιά. Σε ένδειξη πένθους μάλιστα, ενημέρωσε τα ραδιοτηλεοπτικά δίκτυα να σταματήσουν τη μετάδοση εύθυμων εκπομπών και να μεταδίδουν σοβαρή μουσική. Στο μεταξύ, οι γιατροί έβγαιναν στους διαδρόμους του Τζανείου νοσοκομείου με ματωμένες τις μπλούζες τους και φώναζαν τα ονόματα τραυματιών. Αρκετοί από τους συγγενείς που άκουσαν το όνομα κάποιου δικού τους ανθρώπου λιποθύμησαν και ακολούθησαν τραγικές στιγμές. Η είδηση είχε συγκλονίσει το πανελλήνιο που ήταν πίσω από την τηλεόραση και τα ραδιόφωνα για να μάθουν νεότερα για τους νεκρούς. Στην τηλεόραση άρχισαν να παρεμβάλλονται στο πρόγραμμα συνεχώς έκτακτα δελτία ειδήσεων με τον κόσμο να είναι συγκλονισμένος με όσα άκουγε και έβλεπε. Ο κόσμος αγωνιούσε και περίμενε την επόμενη ημέρα από τις εφημερίδες να μάθει περισσότερες πληροφορίες για το γεγονός. Βέβαια, ο αριθμός των αθλητικών εφημερίδων που κυκλοφορούσαν εκείνη την εποχή ήταν πολύ περιορισμένος. Συγκεκριμένα, υπήρχαν μόνο το «ΦΩΣ» και η «Αθλητική Φωνή» από αθλητικές εφημερίδες. Το «ΦΩΣ» κυκλοφόρησε με πρωτοσέλιδο «19 νεκροί και 54 τραυματίες. Ο θρήνος σκέπασε το 6-0». Το μισό πρωτοσέλιδο, δηλαδή, ήταν αφιερωμένο στο αγωνιστικό κομμάτι και το άλλο μισό στο εξωαγωνιστικό, στη μεγάλη αυτή τραγωδία, γεγονός, βέβαια, που είχε σχολιαστεί καθώς το αγωνιστικό σκέλος έπιανε το μεγαλύτερο μέρος της εφημερίδας, αφού σε τέτοιες περιπτώσεις, το σκορ και οι επιτυχίες των ομάδων περισσεύουν μπροστά στις ανθρώπινες ζωές.
Η «Αθλητική Φωνή», η δεύτερη εφημερίδα που κυκλοφορούσε εκείνη την περίοδο, είχε τίτλο «Ενώ ορμούσαν να γιορτάσουν τον θρίαμβο, συνεθλίβησαν στη Θύρα 7 πέφτοντας ο ένας πάνω στον άλλο, 21 νεκροί 53 σοβαρά τραυματίες». Στην τελευταία της σελίδα, μάλιστα, τόνιζε ότι πρόκειται για τη μεγαλύτερη αθλητική τραγωδία του τόπου μας. Αναλυτικότερα, αναφέρεται: «Η είδηση του δυστυχήματος διαδόθηκε αστραπιαία στην Αθήνα και τον Πειραιά και προκάλεσε αναταραχή και συγκίνηση. Χιλιάδες άνθρωποι, συγγενείς και φίλοι των οποίων είχαν πάει στο γήπεδο, κινήθηκαν να μάθουν τι συμβαίνει, αλλά και να πληροφορηθούν ονόματα νεκρών και τραυματιών. Τα τηλέφωνα των νοσοκομείων και των εφημερίδων έσπασαν. Οι διαδοχικές ανακοινώσεις από την τηλεόραση και το ραδιόφωνο για αυξανόμενο συνεχώς αριθμό των νεκρών και για μετάβαση περισσότερων γιατρών στα νοσοκομεία μεγάλωσαν την αγωνία. Χιλιάδες άνθρωποι κινήθηκαν προς το Τζάνειο Νοσοκομείο και το Γενικό Κρατικό Νοσοκομείο του Πειραιώς, όπου μεταφέρθηκαν σε πρώτη δόση πτώματα και τραυματίες. Όπως ήταν αναμενόμενο δημιουργήθηκε το αδιαχώρητο εκεί. Ήταν αδύνατη η πληροφόρηση. Ορισμένοι άλλωστε από τους νεκρούς δεν είχαν καν στοιχεία ταυτότητος μαζί τους. Ανυπόφορες στιγμές αγωνίας πέρασαν χιλιάδες άνθρωποι μέχρι να επικοινωνήσουν με κάποιο δικό τους, που ήταν στο γήπεδο και να διαπιστώσουν ότι είναι καλά. Το ότι πολλοί έτρεξαν στα νοσοκομεία πριν οι δικοί τους γυρίσουν πίσω ή τους ειδοποιήσουν ότι είναι καλά, αύξησε την αναταραχή. Γιατί χάθηκαν τα σημεία επαφής. Όμως για αρκετούς, η αγωνία έγινε θρήνος όταν διαπίστωσαν ότι τα αγαπημένα τους πρόσωπα ήταν ανάμεσα στους νεκρούς ή χαροπάλευαν σε κάποιο χειρουργικό τραπέζι». Δεν υπήρχαν και κινητά τηλέφωνα τότε, που θα διευκόλυναν την άμεση επικοινωνία των οικείων με τους συγγενείς τους που πήγαν στο γήπεδο, ώστε να πληροφορηθούν για την τύχη τους και να εφησυχάσουν.
Βλέπουμε ότι ενώ δεν ήταν μεγάλος ο αριθμός των αθλητικών εφημερίδων, κατάφεραν να καλύψουν το γεγονός όσο το δυνατόν εκτενέστερα και με ακρίβεια. Βέβαια, επικρατούσε ένα χάος και στα νοσοκομεία και στο γήπεδο και δεν μπορούσαν οι δημοσιογράφοι να συλλέξουν ακριβείς πληροφορίες, επομένως έγινε καταγραφή των τραυματιών και των νεκρών με μικρή απόκλιση στους αριθμούς, αφού αυτό που προείχε, σε τέτοιες στιγμές, ήταν η ανθρώπινη ζωή. Το «ΦΩΣ» ανέφερε για 19 νεκρούς και όντως αυτός ήταν ο αριθμός μέχρι εκείνη τη στιγμή, καθώς οι υπόλοιποι δύο ήταν σε εξαιρετικά κρίσιμη κατάσταση και κατέληξαν κάποιες μέρες και εβδομάδες αργότερα έκαστος. Η «Αθλητική Φωνή» πέτυχε ακριβώς τον αριθμό των νεκρών, αλλά ίσως είχε συνυπολογίσει και τους δύο βαρύτατα τραυματισμένους. Αυτό εξηγεί και το ζήλο των δημοσιογράφων από τη μια πλευρά για να είναι μέσα στα γεγονότα, αλλά και το έντονο κοινωνικό ενδιαφέρον, όπου προσπαθούσαν όλοι να ενημερώσουν συγγενείς και φίλους για το γεγονός. Αναφορά έγινε, πέραν των αθλητικών εφημερίδων και από τις πολιτικές, καθώς πρόκειται για ένα κοινωνικό ζήτημα, όταν μερίδα ανθρώπων φεύγουν από τη ζωή και μάλιστα με τρόπο άδικο. Η διάκριση λοιπόν, που εντόπισα είναι πως προφανώς και οι δύο ειδών εφημερίδες, αθλητικές και πολιτικές, ήταν αφιερωμένες στο μεγαλύτερό τους κομμάτι στο γεγονός, αλλά οι μεν αθλητικές εστίασαν περισσότερο στην καταγραφή των τραυματιών και στην ενημέρωση των αναγνωστών για το τραγικό συμβάν – αποφεύγοντας, ορθώς κατά την γνώμη μου, να δώσουν πολιτική διάσταση στο τραγικό συμβάν, σεβόμενες την μνήμη των αδικοχαμένων νεκρών και την τραγικότητα των στιγμών και απέχοντας από πιθανές πολιτικές αντιπαραθέσεις, αφού ως αθλητικές εφημερίδες έπρεπε να είναι ουδέτερες, προσελκύοντας αναγνωστικό κοινό από όλο το πολιτικό φάσμα και να μην κινδυνέψουν να στιγματιστούν χάνοντας πιθανόν αναγνώστες – οι δε πολιτικές εστίασαν στο περισσότερο συγκινησιακό κομμάτι της ιστορίας, παίρνοντας διάφορες μαρτυρίες από ανθρώπους που βρισκόταν μέσα στο συμβάν αλλά και ρίχνοντας ευθύνες στους αρμόδιους φύλακες που είχαν κλείσει τα τουρνικέ, τα οποία έπρεπε να είναι ανοιχτά, αλλά και στην κυβέρνηση, η οποία δεν έδρασε έγκαιρα, ώστε να αποδοθεί δικαιοσύνη.
Συγκεκριμένα, ο τίτλος της «Βραδυνής» είναι «Οδύνη και πένθος σ’ όλη τη χώρα», η οποία πρόσθετε ότι υπήρξαν 19 νεκροί όλοι νέοι, δεκάδες τραυματίες, 51 σοβαρά και προέβη σε δημοσίευση πολλών φωτογραφιών των τραυματιών, ενώ αναφέρει επίσης στην πρώτη της σελίδα: «Συντριβή και οδύνη κατέχει από χθες το Πανελλήνιο για την πολύνεκρη τραγωδία του Φαλήρου. Καθολικό το πένθος. Δεκαεννέα νεκροί – όλοι νέοι και δεκάδες τραυματίες, σ’ ένα από τα πιο απροσδόκητα, τα πιο εφιαλτικά δυστυχήματα που έχουν ποτέ σημειωθή στη χώρα μας – ίσως και στον κόσμο. Η κυβέρνησι, ο πολιτικός κόσμος, οι αθλητικές αρχές, ο κάθε άνθρωπος σε αυτόν τον τόπο εκφράζουν τη βαθειά θλίψι τους για το γεγονός και συμπαραστέκονται στις οικογένειες των τραγικών θυμάτων. Η προσφιλέστερη ψυχαγωγία εκατομμυρίων Ελλήνων – το ποδόσφαιρο – έμελλε χθες να δοκιμασθή σκληρά λίγο μετά τη λήξι του αγώνος μεταξύ δύο μεγάλων ομάδων. Ο φίλαθλος κόσμος της χώρας πενθηφορεί. Και μαζί του όλοι οι Έλληνες». Αναφέρει μάλιστα και το κλίμα από το νοσοκομείο: «Η φρίκη της θύρας “7” συνεχίστηκε στο Τζάννειο Νοσοκομείο, καθώς τα ασθενοφόρα, με τις σειρήνες τους να ουρλιάζουν, μετέφεραν συνεχώς νεκρούς και τραυματίες. Από το Τζάννειο, με τα έκτακτα δελτία ειδήσεων από το Ραδιόφωνο και την Τηλεόραση, μετεδόθη το θλιβερό νέο σ’ ολόκληρη τη χώρα κι έκανε τις καρδιές όλων των Ελλήνων να σφιχτούν. Και κορυφώθηκε με την αγωνία αμέτρητων γονέων και συγγενών που αγνοούσαν την τύχη των δικών τους και τον σπαραγμό εκείνων που ανακάλυπταν τους προσφιλείς τους ανάμεσα στους νεκρούς». Υπάρχει βέβαια και δήλωση από τον προϊστάμενο της Εισαγγελίας Πειραιώς, κύριο Δωρή, ο οποίος την ώρα της αυτοψίας είχε πει: «Η πόρτα ήταν ανοιχτή. Αυτό προκύπτει από όλες τις ενδείξεις…»
Η εφημερίδα «Τα Νέα» ανέφερε ότι «19 πέθαναν μαρτυρικά, άλλοι 10 χαροπαλεύουν». Σε άλλο της τμήμα η εφημερίδα έγραφε ότι το θέμα είχε τεθεί στη Βουλή, ενώ είχε και ντοκουμέντο από τη Θύρα 7. Δύο ημέρες μετά το τραγικό γεγονός, ο υφυπουργός κ. Αχιλλέας Καραμανλής ενημερώνει τη Βουλή για όλα όσα συνέβησαν στο «Γ. Καραϊσκάκης». Όλοι ζητούσαν τότε να βρεθούν και να τιμωρηθούν οι ένοχοι, όμως κανένας υπεύθυνος δεν «πλήρωσε» για τον χαμό 21 παιδιών και έως σήμερα ακόμη.
Στο ίδιο μήκος κύματος και η «Απογευματινή», η οποία είχε τίτλο «Τραγωδία με 19 νεκρούς και 59 τραυματίες στο Στάδιο Καραϊσκάκη», ενώ πρόσθετε ότι κηρύχθηκε εθνικό πένθος. Στις μέσα σελίδες της εφημερίδας, όπως και σχεδόν όλων των εφημερίδων, υπήρχε πλούσιο φωτορεπορτάζ από τον τόπο της τραγωδίας, αλλά και από τα νοσοκομεία που μεταφέρθηκαν οι τραυματίες, τους οποίους επισκέφθηκε η πολιτική ηγεσία της χώρας, οι ποδοσφαιριστές της ομάδας του Πειραιά και ο πρόεδρος, κος Νταϊφάς. Υπήρχαν επίσης και αφηγήσεις τραυματιών που έλεγαν «μας έλιωσαν, πνιγόμαστε»!
Η «Μεσημβρινή» ήταν ακόμη πιο δηκτική και ο τίτλος της ήταν «Απαράδεκτη Ανθρωποθυσία». Κάτω από τον τίτλο μάλιστα παρουσιάζονται οι εικόνες τριών παιδιών τραυματισμένων και σοκαρισμένων από το δυστύχημα. Η εφημερίδα τονίζει: «Στο κρίσιμο ερώτημα αν η θύρα 7 ήταν ανοιχτή ή κλειστή, οι απαντήσεις είναι αντιφατικές ή και συγκρουόμενες. Κατά την Επιτροπή Ολυμπιακών Αγώνων, στην οποία ανήκει το γήπεδο, η πόρτα αυτή ήταν ήδη ανοιχτή πριν από τη λήξη του αγώνα. Αντίθετα, σύμφωνα με ορισμένους αυτόπτες μάρτυρες, η πόρτα δεν ήταν ανοιχτή». Επίσης, στην πρώτη σελίδα αναφέρεται: «Ανθρωποθυσία τέτοιας εκτάσεως και τέτοιας μορφής είναι πρωτοφανής όχι μόνο στα ελληνικά γήπεδα, αλλά και παγκόσμια. Παρόμοιο γεγονός, να σκοτωθούν και να τραυματισθούν τόσα άτομα, χωρίς ουσιαστική αιτία, δεν έχει αναφερθεί στα παγκόσμια χρονικά». Βλέπουμε, λοιπόν, πως η εφημερίδα ρίχνει ξεκάθαρα ευθύνες στους υπαίτιους και δεν κάνει απλή αναφορά των τραυματιών, καθώς δεν μπορεί να δεχτεί πώς χάθηκαν τόσα άτομα από την απροσεξία ή την αδιαφορία κάποιων. Μάλιστα, η εφημερίδα ρίχνει ευθύνες και στον ίδιο τον κόσμο, ο οποίος παρασύρεται από τον ενθουσιασμό του στα γήπεδα και είναι απρόσεκτος, οπότε φέρει μερίδιο ευθύνης. Συγκεκριμένα: «Δεν είναι λοιπόν να απορεί κανείς όταν ο αποχαλινωμένος ενθουσιασμός των θερμοκέφαλων που έχουν μάθει να αλαλάζουν, να κορυβαντιούν, να αναστατώνουν ατιμώρητοι τις πλατείες και τους δρόμους, δεν έχουν κάποια στιγμή τις στοιχειώδεις εκείνες αναστολές – την έμφυτη αυτοσυγκράτηση – που θα απότρεπαν, όποιο τυχαίο περιστατικό ή και σφάλμα κι αν είχε παρουσιασθεί την “κακιά ώρα”. Να ελπίσει κανείς ότι το πένθος και η συγκλονιστική συγκίνηση για την τραγωδία “στου Καραϊσκάκη” θα μας διδάξει τις αναστολές εκείνες των πολιτισμένων πολιτών που θα έπρεπε να τις έχουμε αποκτήσει εξ’ απαλών ονύχων». Παρεμπιπτόντως να αναφέρω ότι στην ολίγον άκομψη, κυρίως για τον χρόνο, επισήμανση ευθυνών στο πλήθος, διακρίνω μάλλον, αμυδρή έστω, επιρροή του συντάκτη από το πνεύμα της ‘’Σχολής της Φρανκφούρτης’’, όπου ούτε λίγο, ούτε πολύ διατείνεται ότι η έννοια του μαζικού αθλήματος διακηρύχθηκε ‘’απλό μέσο αποβλακώσεως των μαζών, ρίχνοντάς τα σε μια συγκινησιακή κατάσταση ζωοποιήσεως’’ (Ηρακλείτιος κύκλος, Μαλιέρι, Τ., & Βιάλ, Π., 1989).
Τέλος, η εφημερίδα η οποία εξαπολύει σφοδρή επίθεση στην κυβέρνηση και έχει ίσως τον πιο εμφατικό τίτλο είναι η «Αυριανή», ο τίτλος της οποίας τονίζεται με κεφαλαία γράμματα και αναφέρει: «ΣΚΟΤΩΣΑΝ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ», «ΦΡΙΚΗ… ΦΡΙΚΗ… ΦΡΙΚΗ…». Στην εφημερίδα αυτή διαβάζουμε, επίσης: «Εγκληματικές παραλείψεις για την προστασία των φιλάθλων που βαρύνουν τον Υφυπουργό Αθλητισμού Αχιλλέα Καραμανλή». Πτώματα, πτώματα, πτώματα. Φρίκη. Θεέ μου, γιατί; γράφει η λεζάντα στην κεντρική φωτογραφία με τους νεκρούς. «Οι περισσότεροι αυτόπτες μάρτυρες μιλάνε ότι ήταν κλειστές οι πόρτες της θύρας 7. Το ίδιο σε επανειλημμένες έκτακτες ανακοινώσεις, μετέδωσε η τηλεόραση της ΥΕΝΕΔ και το Ραδιόφωνο. Στα νυκτερινά δελτία όμως, διαπιστώθηκε μια μεθοδευμένη προσπάθεια που απέβλεπε στη μετατόπιση της αιτίας: Άρχισαν να μιλούν πλέον όχι για κλειστές πόρτες, αλλά ότι έφταιγε το παραπάτημα κάποιου φιλάθλου. Αλλά αν δεχθούμε, ότι έφταιγε το παραπάτημα, που ήταν οι αστυνομικοί, οι επιφορτισμένοι με την τήρηση της τάξης στη θύρα 7 και την καταπακτή της που θα μπορούσαν να συγκρατήσουν την έξοδο των φιλάθλων; Αλλά πέραν αυτού, ποια ήταν τα μέτρα προστασίας των φιλάθλων, όταν μάλιστα και στο παρελθόν κινδύνεψε κόσμος στη θύρα 7; Και γιατί δεν άνοιξε όπως συνηθίζεται στους αγώνες ντέρμπι και η θύρα 8 για να περάσει ο κόσμος στο διάδρομο γύρω από τα κιγκλιδώματα; Δεν έγινε αυτό και 12.000 περίπου φίλαθλοι στοιβάχτηκαν στην εξέδρα ορθίων, με αποτέλεσμα να προσπαθήσουν να βγουν από τη μοναδική έξοδο στην 7. Η χθεσινή τραγωδία ήταν πρωτοφανής. Αθώοι φίλαθλοι έχασαν τη ζωή τους. Κάποιος είναι υπεύθυνος. Κι αυτός είναι η Κυβέρνηση και ο αρμόδιος υπουργός Αθλητισμού κ. Αχιλλέας Καραμανλής.». Παρουσιάζονται, επίσης οι δηλώσεις του πρωθυπουργού Ράλλη, ο οποίος δήλωσε: «Κανείς δεν ευθύνεται για την τραγωδία… » και μάλιστα σε ένδειξη πένθους: «Ο πρωθυπουργός κ Ράλλης που έσπευσε στο Τζάννειο Νοσοκομείο έδωσε εντολή να σταματήση η μετάδοσι εύθυμων εκπομπών και να μεταδοθή σοβαρή μουσική στα ραδιοτηλεοπτικά δίκτυα». Ακόμη, αναφέρει αλλού: «Μια τραγωδία, που σύμφωνα με τις καταγγελίες δεκάδων αυτόπτων μαρτύρων, μόνο στη χώρα μας μπορούσε να γίνει. Χιλιάδες φίλαθλοι μετά την λήξη του αγώνα στην εξέδρα των απλών εισιτηρίων προσπάθησαν να βγουν από μία πόρτα, που η ανευθυνότητα των αρμόδιων, είχε αφήσει μισόκλειστη. Δύο, τρεις παραπάτησαν. Στο πέσιμό τους παρέσυραν κι άλλους. Ο κόσμος που βρισκόταν πίσω δεν μπόρεσε να σταματήσει, καθώς δεν υπήρχαν στην αρχή της καταπακτής ούτε αστυνομικά όργανα για να κρατήσουν τον κόσμο. Έπεσαν με τη σειρά τους επάνω στους πρώτους για να σχηματισθεί στα σκαλοπάτια της στοάς, που κάτω από τις εξέδρες οδηγεί στην έξοδο, μιαν ανθρώπινη πυραμίδα. Οι φωνές βοηθείας χάθηκαν στους πανηγυρισμούς. Σε αυτό το σημείο βρίσκονταν οι πιο θερμόαιμοι φανατισμένοι φίλαθλοι του Ολυμπιακού. Οι φωτοβολίδες, οι φωνές νίκης, τα τύμπανα δημιούργησαν μιαν ατμόσφαιρα που εμπόδισε αυτούς που βρίσκονταν πίσω να καταλάβουν τι ακριβώς είχε συμβεί στην έξοδο. Όλοι ήθελαν να βγουν για να προλάβουν τους ποδοσφαιριστές από τη θύρα 1. Κανείς δεν υπήρξε – όπως θα ‘πρεπε- να τους συγκρατήσει. Έσπρωχναν, πίεζαν τους φιλάθλους μπροστά, που χωρίς να μπορούν να στηριχθούν πουθενά έπεφταν πάνω στους άλλους που πέθαναν από ασφυξία ή συντριπτικά κατάγματα, προσπαθώντας να ανοίξουν τη συρόμενη πόρτα μάταια, συνθλιμμένοι στα σίδερα και τα τουρνικέ…»
Η πιο ανατριχιαστική είναι η στιγμή της αναγνώρισης των θυμάτων. Χαρακτηριστικά: «Οι τραγικότερες σκηνές, όμως διαδραματίζονταν στο υπόγειο του νοσοκομείου, όπου σε μια αίθουσα που είχε μεταβληθεί σε νεκροθάλαμο βρισκόντουσαν οι νεκροί. Ο κόσμος που ήταν συγκεντρωμένος εκεί στριμώχνονταν και προσπαθούσε με μια περίεργη βιασύνη να μπει στην αίθουσα για να αναζητήσει ανάμεσα στα νεκρά κορμιά κάποιο αγαπημένο πρόσωπο. Κάθε τόσο οι αστυνομικοί που φρουρούσαν στην πόρτα φώναζαν: “Κάντε τόπο, αφήστε να περάσουν”. Το πλήθος άνοιγε και περνούσε έξω κάποιος που μόλις είχε εκτελέσει το θλιβερό του καθήκον. Όσοι μπήκαν στο νεκροθάλαμο, είτε αναγνώρισαν ανάμεσα στους νεκρούς κάποιο δικό τους είτε όχι, έβγαιναν με πρόσωπα τραβηγμένα από το θέαμα που είχαν αντικρούσει. Μια ξανθιά, μαυροφορεμένη νεαρή γυναίκα πετάχτηκε ξαφνικά ανάμεσα από το πλήθος ουρλιάζοντας: “Τον είδα! Τον είδα Θεέ μου! Εκεί τον έχουν, μπροστά-μπροστά!” Έτρεχε αλαφιασμένη πάνω-κάτω στο διάδρομο τρέμοντας ολόκληρη και έπεφτε στην αγκαλιά οποιουδήποτε προσπαθούσε να την συγκρατήσει, χώνοντας το κεφάλι της σε άγνωστα μπράτσα που απλωνόταν προστατευτικά. Από τους τραυματισμένους μόνο τέσσερις μπόρεσαν να μιλήσουν (οι περισσότεροι από τους υπόλοιπους είναι σε κώμα). Φαινόταν καθαρά στα πρόσωπά τους το σοκ από το γεγονός, αλλά και κάποια ικανοποίηση που διασώθηκαν. Όλοι υποστηρίζουν ότι η πόρτα ήταν κλειστή ή λίγο ανοιχτή», διαβάζουμε στο ρεπορτάζ. Μία μαρτυρία, ακόμη που παρουσιάζεται στην εφημερίδα είναι η εξής: «ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΚΑΛΑΜΑΡΑΣ, 25 ετών, υφαντουργός: “Έχω πάει σε όλα τα γήπεδα της Ελλάδας. Το Καραϊσκάκη είναι το μόνο γήπεδο από όπου βγαίνει εύκολα ο κόσμος. Σήμερα όμως τα πράγματα ήρθαν διαφορετικά. 7-8 λεπτά μετά την λήξη του αγώνα και ενώ προσπαθούσαμε να βγούμε ακούσαμε φωνές που έλεγαν ότι η πόρτα δεν ήταν ανοικτή. Ο κόσμος όμως δεν άκουγε ή δεν έδινε σημασία. Έσπρωχναν όλο και πιο πολύ. Είδα δύο-τρία άτομα να πέφτουν μπροστά μου και τους άλλους, σπρωγμένους από τους πιο πάνω να τους τσαλαπατούν. Το στρίμωγμα ήταν φοβερό. Δεν μπορούσα να πάρω αέρα και λιποθύμησα.»
Συμπεραίνοντας, εάν μαζέψουμε τις πληροφορίες από την κάθε εφημερίδα της εποχής, βλέπουμε πως οι μεν αθλητικές εστίασαν στο γεγονός με τις λεπτομέρειες που μπόρεσαν να συγκεντρώσουν, στον αριθμό των νεκρών και των τραυματιών καθώς και στις προσπάθειες των γιατρών να βοηθήσουν την κατάσταση, χωρίς ιδιαίτερες περαιτέρω αναφορές. Οι πολιτικές, πέραν των προαναφερομένων, κάνουν και άμεση επίθεση στην κυβέρνηση, στον καθ’ ύλη αρμόδιο Υπουργό, κύριο Καραμανλή και στον Πρωθυπουργό, κύριο Ράλλη, φορτώνοντάς τους με ευθύνες για την τραγωδία αυτή και για το γεγονός πως παρόλο που ήδη δεν είχαν μεριμνήσει για την ομαλή λειτουργία των τουρνικέ, ώστε να μην υπάρχουν επεισόδια, ακόμη και όταν έγινε το τραγικό αυτό συμβάν κανείς δεν ενδιαφέρθηκε περαιτέρω ώστε να βρει τους υπαιτίους και να αποδοθεί κάποια μορφή δικαιοσύνης. Τα κοινωνικά θέματα, οι κοινωνικές προεκτάσεις του θέματος δηλαδή, φαίνεται πως απασχολούν τις πολιτικές εφημερίδες και γι’ αυτό εξέτασαν το θέμα από κοινωνιολογικής πλευράς, προσπαθώντας να ασκήσουν πίεση στην κυβέρνηση, η οποία βέβαια φάνηκε πως δεν είχε αποτέλεσμα. Υπάρχουν όμως περιπτώσεις όπου η πίεση των Μέσων, και συγκεκριμένα των εφημερίδων έχουν επιφέρει αλλαγές σε μια κατάσταση; Θεωρούμε πως υπάρχει, καθώς τα Μέσα έχουν αποδειχτεί πολλές φορές ικανά να διαμορφώσουν την άποψη του κόσμου ή να κινητοποιήσουν τον κόσμο προς μία κατεύθυνση ή να εξαναγκάσουν την κάθε κυβέρνηση σε ενέργειες προς την σωστή κατεύθυνση και για δρομολόγηση της διαδικασίας απόδοσης ευθυνών και για την μην επανάληψη παρόμοιων επικίνδυνων φαινομένων σε κάθε είδους κοινωνική συνάθροιση και όχι μόνο σε αθλητική. Στην προκειμένη όμως περίπτωση, το γεγονός που δεν έγινε αυτό είναι, ίσως, διότι τα Μέσα τότε δεν ήταν τόσα πολλά ή ο κόσμος δεν είχε την συνεχή επαφή με αυτά, όπως σήμερα όπου είναι πολύ πιο εύκολο να ενημερωθεί για ένα συμβάν από τις εφημερίδες, την τηλεόραση και κυρίως τα sites, ή επειδή στον ορίζοντα δεν ήταν ευδιάκριτοι οι υπεύθυνοι ή τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης προέκριναν, σκοπίμως ή μη, άλλα θέματα ως πιο επίκαιρα και πιο σημαντικά, λανθασμένα κατά την γνώμη μου, ή ακόμη και το γεγονός πως πέραν της συναισθηματικής φόρτισης των πρώτων ημερών, δεν συνέχισαν την πίεση προς την κυβέρνηση και δεν έκαναν εξίσου εκτενή αναφορά το διάστημα που ακολούθησε, οπότε μόλις έφυγαν οι πρώτες μέρες της οργής, ο κόσμος εστίασε κυρίως στη θλίψη για τον άδικο χαμό και όχι τόσο στο γιατί έγιναν όλα αυτά τα περιστατικά που συγκλόνισαν την τότε κοινωνία, σε σημείο που έφτασε εφημερίδα να κηρύξει τη μέρα ως Εθνικό πένθος.
Για πολλές ημέρες ακόμα οι εφημερίδες της εποχής κάλυπταν όλα όσα είχαν σχέση με το τραγικό γεγονός. Χαρακτηρίστηκε «φάκα» η Θύρα 7 του Καραϊσκάκη, ενώ υπήρχε ρεπορτάζ και από τις κηδείες όσων χάθηκαν άδικα. Η διαφορά είναι πως τις επόμενες ημέρες αναφέρονταν περιστατικά, όπως οι επισκέψεις των ποδοσφαιριστών της ομάδας στο νοσοκομείο ή τον φόρο τιμής αντιπάλων ομάδων ή σε καταγραφή των νεκρών και σε μαρτυρίες επιζώντων, αλλά σταματά να εστιάζει στο γεγονός της δικαιοσύνης που δεν είχε ακόμη αποδοθεί στα θύματα και στις οικογένειές τους. Αυτό το γεγονός, εξακολουθεί ακόμη και σήμερα να απασχολεί τους φιλάθλους της ομάδας αλλά και αρκετούς ακόμη ενδιαφερόμενους, οι οποίοι ζητούν λύτρωση, να αποδοθεί δικαιοσύνη ακόμη και την ύστατη στιγμή ή έστω και κατόπιν εορτής, μιας και πιθανοί υπεύθυνοι ίσως δεν υπάρχουν πια στη ζωή . Το «όπλο» μάλιστα των ανθρώπων αυτών αποτελεί στη σύγχρονη εποχή το διαδίκτυο, πράγμα που δεν υπήρχε στα χρόνια του συμβάντος. Οι άνθρωποι, πλέον, εκφράζουν την άποψή τους δημόσια και μπορεί αυτή να διαδοθεί σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό απ’ όσο στα παλαιότερα χρόνια. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το γεγονός που οι φίλαθλοι του Ολυμπιακού είχαν κρεμάσει πανό από κοινού με τους φιλάθλους της Λίβερπουλ, που ζητούσε δικαιοσύνη για τα 21 και 96 θύματα αντίστοιχα της κάθε ομάδος. (Dalglish, K., 2010) Η πλευρά της Λίβερπουλ με την έκταση που πήρε το θέμα δικαιώθηκε καθώς 27 χρόνια μετά την τραγωδία του Χίλσμπορο με 96 νεκρούς στον αγώνα της Λίβερπουλ με τη Νότιγχαμ Φόρεστ, το δικαστήριο στις 26 Απριλίου του 2016 θεώρησε υπεύθυνη την αστυνομία, η οποία δεν ενήργησε ως όφειλε και έτσι αποδόθηκε, έστω και μικρός, ο φόρος τιμής στα θύματα. Μια τέτοια δικαίωση αναζητούν και στην προκειμένη περίπτωση και οι φίλαθλοι του Ολυμπιακού, οι οικογένειες των θυμάτων και όλοι οι υγιώς σκεπτόμενοι φίλαθλοι και τα Social Media μπορούν με τον τρόπο που θα προβάλλουν το γεγονός να ευαισθητοποιήσουν τον κόσμο, να του «υπενθυμίσουν» το γεγονός και να ωθήσουν την κατάσταση στο χώρο της δικαιοσύνης, όπως έγινε και με την περίπτωση της Λίβερπουλ. Για να γίνει όμως κάτι τέτοιο και να υπάρχει δικαίωση και απόδοση ευθυνών, έστω και αν «οι νεκροί δεν γυρίζουν πίσω», αλλά τουλάχιστον και για την μελλοντική καλύτερη πορεία της ίδιας της κοινωνίας μας, θα πρέπει να υπάρξει μία γενναία και συνολική έρευνα, Δικαστική-πολιτική και δημοσιογραφική, καθώς και κριτική και αυτοκριτική όλων των εμπλεκομένων. Προσώπων, θεσμικών και μη, οργάνων, καταστάσεων και μέσων. Είμαστε όμως έτοιμοι ως άτομα και ως κοινωνία για κάτι τέτοιο; Προσωπικά δεν έχω βάσιμους λόγους να αισιοδοξώ, παρά μόνον από την ανιδιοτελή ορμή της νιότης μου, γιατί σχεδόν όλοι οχυρώνονται στον μικρόκοσμό τους και στα μικροσυμφέροντά τους και όχι μόνο δεν παίρνουν πρωτοβουλίες, αλλά μερικοί θέτουν και εμπόδια για την ανακάλυψη της αλήθειας, ώστε να φαντάζει ως ουτοπία η υπέροχη ρήση του μεγάλου μας λογοτέχνη Νίκου Καζαντζάκη ‘’Να αγαπάς την ευθύνη’’ (Ασκητική), αφού όλοι αποποιούνται την ευθύνη τους ως κάτι βδελυρό, καθώς όπως είναι δομημένη η κοινωνία μας και τολμώ να πω τείνει να καταστεί σχεδόν ορμέμφυτο του λαού μας, «στην Ελλάδα πάντα φταίνε οι άλλοι κι όχι εμείς!». Όμως, παρά ταύτα, και με τον κίνδυνο να βυζαντινολογήσω, θα επιχειρήσω να αναλύσω το τραγικό συμβάν της θύρας 7 υπό το πρίσμα που αναφέρω στο προοίμιο και με βάση τις ανωτέρω σκέψεις μου, ώστε να φωτίσω όλες τις πτυχές του δράματος και να αποδώσω, θεωρητικά, τις ευθύνες, απολύτως ανυστερόβουλα και αντικειμενικά, κατά το δυνατόν, τις ευθύνες, μέσα από την παρούσα οιονεί ‘’δημοσιογραφική’’ έρευνά μου και αναφορά μου, σε όποιον μπορεί να αναφανεί ότι έχει ευθύνες, κατά την αρχαία Σιμωνίδειο ρήση ‘’το προσήκον εκάστω αποδιδόναι’’.
Καταρχάς, από όποια έποψη και αν προσπαθήσεις να δεις και να αναλύσεις ένα θέμα, θα οδηγηθείς στα πεπατημένα συμπεράσματα, σαν να βαδίζεις πάνω σε ίχνη, κάτι που θα αφαιρέσει την ‘’οικουμενικότητα’’ και την αντικειμενικότητα, καθώς και τις καλές προθέσεις της επιχειρούμενης εδώ έρευνας. Γι αυτό θα επιχειρήσω να το δω και να το αναλύσω από όλες ανεξαιρέτως τις επόψεις, σφαιρικά, ‘’πανοπτικά’’ και σχεδόν να το διϋλίσω. Οι παράγοντες και τα πρόσωπα που αναφέρονται και εμπλέκονται στην τραγωδία της 8ης Φεβρουαρίου 1981 της Θύρας 7 του σταδίου Καραϊσκάκη, που συνέβη αμέσως μετά τον μεγαλειώδη θρίαμβο της ποδοσφαιρικής ομάδας του Ολυμπιακού επί της ομάδας της ΑΕΚ με το εμφατικό σκορ 6-0, είναι, πριν-κατά και μετά το συμβάν, είναι οι ίδιοι οι οπαδοί, οι ποδοσφαιριστές, η διοίκηση του συλλόγου (παράγοντες κλπ), οι υπεύθυνοι ασφαλείας του γηπέδου, τα αστυνομικά όργανα, η πολιτική και αθλητική ηγεσία του τόπου, τα Μέσα μαζικής ενημέρωσης (εφημερίδες, δημοσιογράφοι, ραδιόφωνα, τηλεόραση) και η Δικαιοσύνη.
Οι οπαδοί με την κίνησή τους να τρέξουν για να πανηγυρίσουν, έτσι όπως έτρεξαν, πιθανόν ‘’αλλόφρονες και αλαλάζοντες’’ φέρουν ευθύνη; Πως μπορούμε να τους κρίνουμε; Για να κρίνουμε την συμπεριφορά του πλήθους των οπαδών, της μάζας, θα δανειστούμε χρήσιμα συμπεράσματα από την καταπληκτική θεωρία του διάσημου Γάλλου κοινωνιολόγου Γουσταύου Λε Μπόν «Η ψυχολογία των όχλων», που σηματοδότησε και αποτέλεσε την βάση ερευνών και αναφορών από πληθώρα επιστημόνων (κοινωνιολόγων, επικοινωνιολόγων, ψυχολόγων, όπως ο κορυφαίος Αυστριακός ψυχίατρος, εισηγητής και θεμελιωτής της Ψυχαναλυτικής Σχολής Σίγκμουντ Φρόυντ, αλλά και πολιτικών) από τον περασμένο αιώνα και μέχρι σήμερα. Ο Λε Μπόν λοιπόν μιλάει για ‘’ομαδική ψυχή’’ και ασχολείται με την μεταβολή που υφίσταται το άτομο μέσα στο πλήθος και διαπιστώνει εύκολα πόσο διαφέρει το άτομο μέσα στο πλήθος από το μεμονωμένο άτομο. Η μαζική ψυχή, όπως διαπιστώνει και ο Φρόυντ μοιράζεται αρκετά κοινά στοιχεία με τον ψυχισμό ενός νευρωτικού (Freud, S., 1975). Κατά τον Λε Μπόν λοιπόν «Και μόνο εξ αιτίας της συμμετοχής σ’ ένα πλήθος ο άνθρωπος κατεβαίνει πολλά σκαλιά στην κλίμακα του πολιτισμού. Όταν είναι μόνος ίσως να είναι ένα καλλιεργημένο άτομο, αλλά μέσα στο πλήθος γίνεται ένα όν κυριαρχημένο από τα ένστικτα δηλ. βάρβαρο. Κατέχεται από τον αυθορμητισμό, τη βία, την αγριότητα, καθώς ακόμα και από τους ενθουσιασμούς και τους ηρωισμούς των πρωτογόνων». Το πλήθος είναι παρορμητικό, άστατο και ευερέθιστο. Εξαιρετικά ευερέθιστο και στερείται από κάθε ικανότητα κριτικής. Επίσης το πνευματικό επίπεδο του πλήθους είναι πάντα χαμηλότερο από το αντίστοιχο ατομικό. Στο σημείο αυτό έρχεται να υπερακοντίσει μάλιστα και ο γνωστός Γερμανός συγγραφέας, ποιητής και ιστορικός Αλφρεντ Σίλλερ, τονίζοντας μάλιστα με ιδιαίτερα καυστικό τρόπο ότι «Ο καθένας μονάχος του μπορεί να είναι έξυπνος και λογικός, όλοι όμως μαζί κάνουν μόνο έναν ηλίθιο»!. Επίσης, ο Λε Μπόν διαπιστώνει ότι ‘’τα πλήθη φτάνουν αμέσως στα άκρα, ότι σέβονται τη δύναμη και μένουν αδιάφορα από την καλοσύνη και ότι στα άτομα που το συγκροτούν έχουν εξαφανισθεί όλες οι ατομικές ανασταλτικές διαθέσεις, ενώ ξυπνούν και ζητούν ικανοποίηση όλα τα σκληρά, κτηνώδη και καταστροφικά ένστικτα, οι επιβιώσεις από τις πρωτόγονες εποχές που κοιμούνται στα μύχια του καθενός’’. Έτσι εξηγείται η καταστροφική συμπεριφορά του πλήθους σε κάποιες περιπτώσεις, όπου ατομικά ο καθένας δεν θα δρούσε έτσι. Η συμπεριφορά αυτή είναι ένα ψυχικό φαινόμενο του πλήθους, που κατά τον Τρόττερ αποδίδονται στο ένστικτο της αγέλης (Trotter, W., 1916), που, παρεμπιπτόντως, κατά τον ίδιο, μαζί με το ένστικτο της αυτοσυντήρησης, της θρέψης και το σεξουαλικό είναι ένα από τα πρωτόγονα ένστικτα του ανθρώπου.
Σύμφωνα με τα παραπάνω αναφερόμενα οι οπαδοί της ομάδας, λειτούργησαν ομαδικά, απεμπόλησαν την ατομική τους ψυχή, λογική και κρίση, παρασύρθηκαν στην εκδήλωση της χαράς τους από τους δίπλα, συγκρότησαν ασυναίσθητα μία μαζική ψυχή και απεμπολώντας το εγώ τους εξέφρασαν την χαρά τους, τον ενθουσιασμό τους και τον φανατισμό τους, πανηγυρίζοντας με τον ακραίο και αγελαίο και λίαν επικίνδυνο τρόπο, γιατί τι άλλο είναι το απρόσεκτο, ασύντακτο και χωρίς ορατότητα τρέξιμο σε κατηφορικά σκαλιά, χωρίς να είναι γνωστό ούτε ο αριθμός των υπολοίπων που θα συρρεύσουν, ούτε να υπολογισθεί εάν είναι ανοικτή η θύρα εξόδου, διαφυγής και τα τουρνικέ, διότι η λογική και η κρίση απουσίαζαν και είχε κάνει την εμφάνισή του ο φανατισμός, πολλή ώρα νωρίτερα, ήδη κατά την διάρκεια της εξέλιξης του ποδοσφαιρικού αγώνα, διότι είναι περισσότερο από βέβαιο ότι και οι πανηγυρισμοί των αδικοχαμένων θυμάτων σε κάθε γκολ που σημειωνόταν νωρίτερα, δεν θα περιορίζονταν σε ένα απλό χειροκρότημα. Σε κάθε τέρμα λοιπόν που σημειωνόταν απομακρυνόταν σιγά-σιγά η λογική και το εγώ και συγκροτούνταν σταδιακά η μαζική ψυχή και ο φανατισμός, που κορυφώθηκε με την λήξη του αγώνα και τον ακραίο πανηγυρισμό και το ‘’τυφλό’’, επιπόλαιο και επικίνδυνο τρέξιμο, για να αισθανθούν την αποκορύφωση, την χαρά και γιατί όχι την ευτυχία της μεγαλειώδους νίκης μέσα στο χάος του πανηγυρισμού που θα επακολουθούσε στα πέριξ του σταδίου Καραϊσκάκη. Όπως λέει και ο Αμερικανός κοινωνιολόγος στο έργο του ‘’Ο φανατικός’’, ο φανατικός μόνο στο χάος αισθάνεται ευχάριστα, φανατικός δε είναι κάποιος που αποβάλλει το εγώ του και χάνεται μέσα σ’ ένα μαζικό κίνημα, για να υπηρετήσει μια ‘’ιερή υπόθεση’’. Ιερή υπόθεση στην προκειμένη περίπτωση, είναι για τέτοιας συμπεριφοράς οπαδούς, η ποδοσφαιρική ομάδα και οι παίκτες τα ινδάλματά τους και αυτό δυστυχώς επιπόλαια και άκριτα υποβαθμίζει τις πραγματικά ιερές υποθέσεις και τα άλλα ιδανικά και αγαθά. Αυτό συχνά γίνεται αντικείμενο εκμετάλλευσης από κάποιους που θέλουν να χειραγωγήσουν και να αποπροσανατολίσουν το πλήθος από τα πραγματικά προβλήματα της κοινωνίας και από την ευημερία της, που θαρρώ ότι δεν μπορεί να επέλθει από μία νίκη σε αθλητικό αγώνα. Το ποιοι ενδεχομένως είναι αυτοί θα επιχειρηθεί να καταδειχθεί απλώς στις παρακάτω σειρές.
Συμπερασματικά πάντως, έχουν και οι οπαδοί κάποιο μερίδιο ευθύνης, διότι η υπερβολική αγάπη για την ομάδα τους και η έκφραση του πανηγυρισμού τους έγινε με τέτοιο επιπόλαιο τρόπο που ενείχε σαφώς ευδιάκριτα σπέρματα κινδύνου για την σωματική τους ακεραιότητα και την ζωή τους ακόμη, όπως δυστυχώς επισυνέβη. Και τούτο είναι τελικά άδικο, διότι οι οπαδοί είναι ο τελικός αποδέκτης και το εύκολο και πρόσφορο θύμα.
Περαιτέρω, οι σύλλογοι από την πλευρά τους θα πρέπει να φροντίζουν να έχουν υπεύθυνους ασφαλείας για τους αγώνες, υπεύθυνους σε κάθε θύρα που να ελέγχουν πριν, αλλά και κατά την διάρκεια του αγώνα εάν λειτουργούν τα τουρνικέ, τι ώρα θα ανοίξουν και τι ώρα θα κλείσουν οι θύρες και πότε θα ξανανοίξουν. Επίσης τον αριθμό των θεατών σε κάθε θύρα. Έχει παρατηρηθεί να εκδίδονται υπεράριθμα εισιτήρια, για εισπρακτικούς λόγους, με αποτέλεσμα σε κάποιες θύρες να συνωστίζονται, να στοιβάζονται θεατές, πολλοί εκ των οποίων όρθιοι, και να δημιουργείται μία αποπνικτική ατμόσφαιρα. Αφετέρου θα πρέπει οι διοικητικοί παράγοντες των συλλόγων να είναι προσεκτικοί στις ανακοινώσεις τους, να μην δυναμιτίζουν το κλίμα με δηλώσεις, σκοπεύοντας να επηρεάσουν τους διαιτητές ή να φανατίσουν και να προσελκύσουν έτσι περισσότερους θεατές στις κερκίδες ή να προετοιμάσουν το κλίμα για ένα πιθανό αρνητικό αποτέλεσμα. Ταυτόχρονα, εννοείται ότι και οι ποδοσφαιριστές θα πρέπει να αρκεστούν στα ποδοσφαιρικά τους καθήκοντα, να μην προκαλούν μέσα στο γήπεδο με χειρονομίες και αντιαθλητικό παιχνίδι, ξεσηκώνοντας την εξέδρα και να σέβονται και να εφαρμόζουν το εύ αγωνίζεσθαι (fair play). Στο κάτω κάτω είναι ένας αγώνας, είναι αθλητισμός, όπου υπάρχει και η νίκη, αλλά και η ήττα και πρέπει να μάθουν να δέχονται και την ήττα. Η ομοσπονδία του ποδοσφαίρου θα πρέπει να φροντίζει να εφαρμόζει ισονομία απέναντι στα σωματεία και να εκπαιδεύει τους καλύτερους ως διαιτητές, οι οποίοι θα είναι αμερόληπτοι και αντικειμενικοί στα σφυρίγματά τους, γιατί έχει παρατηρηθεί άπειρες φορές οι διαιτητές με τα σφυρίγματά τους να ξεσηκώνουν τις εξέδρες και να ακολουθεί βία και εισβολή των φιλάθλων στο γήπεδο. Στην εξεταζόμενη περίπτωση της τραγωδίας της θύρας 7 του σταδίου Καραϊσκάκη δεν υπήρχαν σκιές ούτε από την διαιτησία, ούτε από την στάση των παραγόντων, ούτε από την συμπεριφορά ποδοσφαιριστών. Όμως, από πλευράς ασφάλειας τέλεσης του ποδοσφαιρικού αγώνα που διεξήχθη, δεν υπήρχαν οι κατάλληλες συνθήκες ασφάλειας για την τέλεση του αγώνα και οι συνθήκες αφορούν και τον αγωνιστικό χώρο και τις εγκαταστάσεις του γηπέδου (κερκίδες, θύρες κλπ), όπως και τους ποδοσφαιριστές και τους θεατές.
Ελέγχθηκε και αν όχι γιατί, αν υπήρχαν οι υπεύθυνοι ασφαλείας και εάν έδωσαν και αν όχι γιατί, δεν έδωσαν εντολή να ανοίξουν οι θύρες λίγο πριν την λήξη, ώστε να υπάρχει ακίνδυνη και ασφαλής έξοδος και αποχώρηση των οπαδών από το γήπεδο; Έδωσε ο σύλλογος τα ονόματα των υπευθύνων ασφαλείας στις ελεγκτικές αρχές;
Πρόβαλλαν και μάλιστα με έμφαση το θέμα τούτο οι εφημερίδες της εποχής; Όχι μόνο σε κάθε επετειακή αναφορά, αλλά εμπεριστατωμένα, με στοιχεία, μετά από πλήρη δημοσιογραφική έρευνα και δημοσιοποίηση των στοιχείων της, και σε περίπτωση μη ευαισθητοποιήσεως των υπευθύνων, τότε προσκομιδής τους στην εισαγγελική αρχή, για αυτεπάγγελτη έρευνα., λόγω της φύσεως και κυρίως των τραγικών αποτελεσμάτων, των παραλείψεων των υπευθύνων, αφού χάθηκαν τελείως άδικα τόσες ζωές. Θα μπορούσε μέσα στον κύκλο των υπευθύνων να εμπεριέχονται και αστυνομικά όργανα; Ενδεχομένως, γιατί αλλιώς ποιό λόγο έχει και τι εξυπηρετεί η παρουσία τους και μάλιστα με ολόκληρες διμοιρίες στο γήπεδο; Υπήρχε τάξη; Σαφώς όχι. Όμως οι περαιτέρω λεπτομέρειες και η εξαγωγή βάσιμων συμπερασμάτων για την πιθανή απόδοση ευθυνών σε αστυνομικά όργανα και αλλού, είναι αποτέλεσμα έρευνας που όμως δεν διενεργήθηκε ποτέ.
Επίσης η αθλητική και η πολιτική ηγεσία φαίνεται ότι δεν έκανε το καθήκον της, πέραν της έκφρασης της ‘’οδύνης της’’ και της επαναλήψεως της ευχής να μην…θρηνήσει! κι άλλους νεκρούς, δεν έκανε απολύτως τίποτα. Δεν έδωσε εντολή να ερευνηθεί σε βάθος η ύπαρξη υπευθύνων προσώπων που με τις πράξεις ή τις παραλείψεις τους έφεραν αυτό το αποτέλεσμα, ούτε επεδίωξε τον κολασμό τους μέσω της δικαιοσύνης. Ούτε βεβαίως άλλαξε το παραμικρό στον τρόπο λειτουργίας και την διαδικασία διεξαγωγής ενός ποδοσφαιρικού αγώνα εκτός των τεσσάρων γραμμών του γηπέδου, σαν να λειτουργούσαν όλα στην εντέλεια και σαν να ήταν ένα τυχαίο γεγονός ή γεγονός ανωτέρας βίας και αφήνοντας έτσι τον χρόνο να βάλει τις πινελιές του στον καμβά της λησμονιάς και της άμβλυνσης των παθών και του πόνου, καλύπτοντας έτσι πιθανώς υπαίτιους, είτε είναι νομικά πρόσωπα (σωματείο, σύλλογος φυλάκων ή ασφαλείας γηπέδου, εκδηλώσεων κλπ), είτε φυσικά πρόσωπα (προστήσαντες ή προστηθέντες) που οι παραλείψεις τους συνετέλεσαν, όχι φυσικά μόνον αυτές, στην απώλεια τόσων πολλών ανθρώπινων ζωών.
Οι εφημερίδες της εποχής, είδαμε παραπάνω, ότι κάλυψαν το θέμα οι μεν αθλητικές προβάλλοντας κυρίως μόνο το γεγονός και τον αριθμό των νεκρών, σε σχετικά ρεπορτάζ, οι δε πολιτικές έδωσαν πολιτικό και κοινωνικό χρώμα στις αναφορές τους, ακόμη και συγκινησιακού τύπου, ανάλογα βέβαια με την τοποθέτησή τους και την διάθεσή τους απέναντι στην τότε κυβέρνηση. Οι συμπολιτευόμενες ανέφεραν μεν εκτενώς το γεγονός, αλλά δεν προχώρησαν σε απόδοση πολιτικών ευθυνών, σε πολιτικά πρόσωπα ή σε παράγοντες και άλλους αρμόδιους ή υπευθύνους αξιωματούχους, ενώ οι αντιπολιτευόμενες αφενός χρησιμοποίησαν λέξεις βαριές που έδειχναν σχεδόν ενδεχόμενο δόλο ή ενσυνείδητη αμέλεια για το συμβάν, όπως ‘’Σκότωσαν τον κόσμο’’!!!, αφετέρου δε απέδωσαν ευθέως και αμέσως δηλ. λίγες ώρες μετά το συμβάν, πολιτικές ευθύνες στον καθ’ ύλη αρμόδιο υφυπουργό αθλητισμού, χωρίς να έχει προλάβει ακόμη να γίνει καν καμία απολύτως έρευνα για το εάν όντως το αναφερόμενο πολιτικό πρόσωπο έχει ευθύνες ή όχι, εάν αδράνησε από της αναλήψεως των καθηκόντων του και μετέπειτα, εάν έδωσε σχετικές εντολές ή δρομολόγησε εξελίξεις, νομοθετικές ή πρακτικές που δείχνουν προτεραιότητά του σε θέματα ασφάλειας γηπέδου και θεατών ενός αγώνα, δείχνοντας μάλλον ότι επεδίωκε να εκμεταλλευτεί την τραγικότητα των στιγμών. Όπως και αν έχει το θέμα, δεν περίμενα, όπως αναφέρω και παραπάνω να παρουσιαστεί μόνος του ο υπεύθυνος (φυσικό ή νομικό πρόσωπο) και να αναλάβει τις ευθύνες που του αναλογούν, αποκλειστικές ή συντρέχουσες, ούτε ακόμη εάν ήταν πολιτικό πρόσωπο, π.χ. ο αρμόδιος υφυπουργός, να αναλάβει την πολιτική ευθύνη και να παραιτηθεί. Περίμενα όμως να δρομολογήσει τις εξελίξεις, να δώσει εντολή να γίνει έρευνα για τις συνθήκες και τις παραλείψεις των πιθανών υπαιτίων, τότε ακόμη που ήταν επίκαιρο το θέμα και να παραπεμφθεί το θέμα στην Δικαιοσύνη, μετά από μηνυτήρια αναφορά και να διεξαχθεί εισαγγελική έρευνα σε βάθος.
Παράλληλα ήλπιζα η ανεξάρτητη δικαιοσύνη, δια μέσου των αρμόδιων εισαγγελέων να ευαισθητοποιηθεί από την σοβαρότητα και τον ορυμαγδό που δημιουργήθηκε από το τραγικό συμβάν του θανάτου συμπολιτών μας, σε ένα τέτοιο κοινωνικό συμβάν και να ενεργήσει αυτεπάγγελτα έρευνα για την ανακάλυψη υπευθύνων και τον κολασμό των υπαιτίων. Το έκανε; Όχι, και αυτό είναι απογοητευτικό, διότι η δικαιοσύνη οφείλει να αφουγκράζεται την κοινωνία, να είναι μέσα στα προβλήματά της και τις πληγές της, να είναι ζωντανός οργανισμός και όχι άψυχο γράμμα ή ‘’άδειο πουκάμισο’’.
Οι οπαδοί είναι ο τελικός αποδέκτης και το εύκολο και πρόσφορο θύμα κι αυτός ο λαός, που από την αδράνεια, την ολιγωρία και τις εγκληματικές παραλείψεις κάποιων προσώπων, παραγόντων και θεσμών, κινδυνεύει να περάσει στην ιστορία όχι ως κυρίαρχος, όπως αφελώς τον αποκαλούν κάποιοι επιτήδειοι στη ‘’χώρα που ανθεί η φαιδρά πορτοκαλέα’’, αλλά ως ένα ακόμη όνομα στη μεγάλη αλυσίδα των αδικοχαμένων νεκρών, σε κάποιο άλλο γήπεδο, σε κάποια παρόμοια με αυτή της Θύρας 7 του σταδίου Καραϊσκάκη, μελλοντική επέτειο…»