Συνέντευξη στην επίσημη σελίδα της ΠΑΕ Νίκη Βόλου παραχώρησε ο ποδοσφαιριστής των “κυανολεύκων”, Αλέξανδρος Μπιτσάκος.
Αναλυτικά τα όσα είπε:
– Διανύεις την τρίτη σου θητεία στη Νίκη Βόλου, είναι η τέταρτή σου αγωνιστική σεζόν εδώ. Μίλησέ μου για τις εντυπώσεις σου, για τα συναισθήματά σου, σχετικά με την ομάδα.
– “Η Νίκη, για μένα, δεν είναι απλά μία ομάδα, τη νιώθω οικογένειά μου. Αυτό δεν έχει να κάνει απλά με το γεγονός ότι βρίσκομαι αρκετά χρόνια εδώ, αλλά έχει να κάνει με τους ανθρώπους που συναναστρέφομαι, με την ευρύτερη ιδέα που πρεσβεύει η Νίκη κι οι φίλαθλοί της και τις στιγμές που έχω βιώσει, ως ποδοσφαιριστής, με τη φανέλα της. Προφανώς, έχει παίξει ρόλο ότι στην πρώτη μου χρονιά εδώ, εγώ κι οι συμπαίκτες μου γράψαμε ιστορία, όποιος βρισκόταν εντός ή γύρω από την ομάδα, εκείνη τη σεζόν, θα μείνει για πάντα χαραγμένη στην καρδιά του αυτή η προσπάθεια. Αλλά, περνώντας και στο σήμερα, χαίρομαι πολύ που βρίσκομαι εδώ, σε ένα σύνολο που εκπέμπει υγεία, σε όλα τα επίπεδα. Η διοίκηση απαρτίζεται από ανθρώπους σοβαρούς, αξιόλογους και με όρεξη για δουλειά. Αυτό είναι ό,τι καλύτερο για έναν ποδοσφαιριστή, πόσο μάλλον για μένα που είμαι “παλιός” και χαίρομαι που βλέπω την ομάδα να μεγαλώνει, μέσω αυτών των ανθρώπων. Νομίζω πως είμαστε στον σωστό δρόμο”.
– Πέρσι, σε αγωνιστικό πλαίσιο, η ομάδα δεν ξεκίνησε καλά, αλλά στην πορεία έκανε μία καταπληκτική πορεία πρωταθλητισμού, φτάνοντας μία “ανάσα” από την απευθείας άνοδο. Ποιες είναι οι εντυπώσεις σου από την περσινή χρονιά;
– “Η ομάδα, πέρσι το καλοκαίρι, ξεκίνησε από το “μηδέν”, ίσως κι από το “μείον”. Νέα διοίκηση, νέο ρόστερ, μία ολοκαίνουρια προσπάθεια που χρειαζόταν υπομονή, μία λέξη που είναι δύσκολη στις μέρες μας. Όταν μία ομάδα ξεκινάει να χτιστεί από το μηδέν, χωρίς καμία υπερβολή, χρειάζονται αργά και σταθερά βήματα, για να “δέσει”. Επίσης, ο προπονητής μας (σ.σ. Χοβέ) ήταν άπειρος, πρώτη φορά δούλευε στην Ελλάδα. Υπό αυτές τις συνθήκες, είναι πολύ δύσκολο μία ομάδα να ξεκινήσει καλά. Βέβαια, το δικό μας ξεκίνημα δεν ήταν απλά μέτριο, ήταν κάκιστο.
Βέβαια, το ευχάριστο είναι ότι αλλάξαμε σύντομα πρόσωπο και, σε αυτό, έπαιξε μεγάλο ρόλο η έλευση του κ. Βεργέτη στο Βόλο. Ο τρόπος προπονησής μας και η ψυχολογία μας άλλαξαν άρδην. Όλοι μας καταλάβαμε πώς πρέπει να δουλεύουμε, να συνεργαζόμαστε και να συμπεριφερόμαστε εντός κι εκτός παιχνιδιού. Το σημαντικότερο προσόν ενός προπονητή είναι η καλή επικοινωνία με τους ποδοσφαιριστές του και η μετάδοση κινήτρου σε αυτούς, προκειμένου να παίρνει από εκείνους ό,τι καλύτερο μπορεί. Αυτό ο κ. Βεργέτης το έχει καταφέρει στο 100%, όσο καιρό είναι εδώ. Εκεί οφείλεται, σε μεγάλο βαθμό, η αγωνιστική μας πορεία στο δεύτερο μισό της περσινής αγωνιστικής σεζόν. Φυσικά, τα εύσημα πρέπει να πάνε και στους ποδοσφαιριστές, οι οποίοι, πολύ γρήγορα, αφομοίωσαν όλα τα στοιχεία που προσπάθησε να μας μεταδώσει ο προπονητής”.
– “Είχαμε ένα πολύ άσχημο αποτέλεσμα, στο παιχνίδι με την Τρίγλια, στη Νεάπολη. Ο τρόπος που το παιχνίδι εκείνο ολοκληρώθηκε, είναι ικανός να “κόψει τα πόδια” ενός ποδοσφαιριστή, να τον “αδειάσει” ψυχολογικά. Η ομάδα, όμως, κατάφερε, σε μία εβδομάδα, να βρει ψυχολογικά αποθέματα και να κερδίσει μέσα στην έδρα της Καβάλας, μία ομάδα που, μέχρι εκείνο το χρονικό σημείο, ήταν αήττητη στην έδρα της. Η ομάδα μπήκε σε τροχιά ανόδου, δεν μπορώ να σου απαντήσω με σιγουριά αν θα το καταφέρναμε ή όχι, αλλά, αν ρωτάς τη γνώμη μου, μπορώ να σου πω πως άνετα θα μπορούσαμε να το κάνουμε. Θα προσπαθούσαμε πολύ, θα βγαίναμε στο γήπεδο, στα τελευταία τρία παιχνίδια, με το “μαχαίρι στα δόντια” και πιστεύω ότι θα είχαμε καλά αποτελέσματα. Δε θα μάθουμε ποτέ, όμως, αν θα ολοκληρωνόταν η αποστολή μας ή όχι”.
– Στο τέλος αυτής της “κουτσής” περσινής αγωνιστικής χρονιάς, ο φίλαθλος κόσμος της Νίκης σε ανέδειξε MVP. Εισπράττεις την αγάπη του κόσμου προς το πρόσωπό σου και ποια είναι τα δικά σου συναισθήματα γι’ αυτόν;
– “Με τον κόσμο της Νίκης, έχω μία ιδιαίτερη σχέση. Δε βγαίνω συχνά να μιλήσω δημόσια, δε νιώθω ότι πρέπει να μιλάς πολύ, η δουλειά του εκάστοτε ποδοσφαιριστή αποτυπώνεται εντός γηπέδου. Όποτε μιλάω, όμως, πάντα αναφέρομαι σε αυτήν τη σχέση αγάπης μου με τον κόσμο. Οι Νικιώτες με εκτιμούν, διότι γνωρίζουν πως, όταν μπω στο γήπεδο, με τη φανέλα της ομάδας τους, πάντα θα δώσω τα πάντα, για να κερδίσει. Αν θα το κάνει ή όχι, δεν το ξέρουμε, δεν είμαστε μέντιουμ, αλλά γνωρίζουν ότι εγώ θα τα έχω δώσει όλα, προκειμένου να το πετύχει. Φυσικά, μπορεί να έχω κάνει και να κάνω και στο μέλλον άσχημα παιχνίδια, αλλά τουλάχιστον θα έχω προσπαθήσει. Ο κόσμος της Νίκης είναι αγνός, η χαρά του και η λύπη του είναι συναισθήματα αγνά που τα νιώθουν μέσα από την καρδιά τους. Είναι ιδιαίτερος ο κόσμος της Νίκης. Όλοι θα πουν πως αυτή η έκφραση είναι “κλισέ”, πως όλοι το λένε αυτό για τους δικούς τους φιλάθλους, αλλά, αν δε ζήσεις τη Νίκη από κοντά, δεν μπορείς να καταλάβεις τι εννοώ. Η αγάπη τους για την ομάδα είναι παθολογική.
Όσον αφορά τον τίτλο του MVP, χάρηκα πολύ και θέλω να τους ευχαριστήσω όλους. Προσωπικά, ήταν μία δικαίωση, γιατί, οφείλω να θυμίσω, πως, πριν την περσινή χρονιά, ήμουν έναμιση χρόνο εκτός δράσης, εξαιτίας του σοβαρού τραυματισμού μου. Έσπασα το πόδι μου, κατά την αποθεραπεία μου, βρέθηκε μικρόβιο στο κόκκαλό μου, έκανα δύο χειρουργία. Ήταν στοίχημα για μένα να ενταχθώ στη Νίκη Βόλου και να αποδείξω, σε όσους με πίστεψαν, ότι έκαναν τη σωστή επιλογή. Δούλεψα σκληρά, κατά την αποθεραπεία μου και το περσινό καλοκαίρι και, ευτυχώς, όλα πήγαν καλά. Βέβαια, ειλικρινά πιστεύω πως κάθε ποδοσφαιριστής της περσινής ομάδας άξιζε αυτό το βραβείο, η ομάδα, σε σύνολο, απέδωσε καταπληκτικά, ειδικά στο δεύτερο μισό του πρωταθλήματος”.